Όπως έχουμε τονίσει και σε προηγούμενα σημειώματα η ελληνική θεατρική σκηνή παρουσιάζει αξιοσημείωτα σημάδια προόδου και ωρίμανσης κατά την πρώτη δεκαετία του 2000. Αυτή η άνθιση του θεάτρου συνοδεύεται από ανάπτυξη σε πολλά επίπεδα. Έτσι βλέπουμε κάθε χρονιά να αποφοιτούν από τις δραματουργικές σχολές πάνω από 400 άτομα (μια αξιόλογη παραγωγή για τα πληθυσμιακά δεδομένα της χώρας μας) το μεγαλύτερο μέρος των οποίων διαθέτουν ιδιαίτερες ικανότητες σε επίπεδο ερμηνείας. Εξίσου σημαντική είναι πλέον και η παραγωγή θεατρικών έργων από έλληνες συγγραφείς, είτε αυτά εμπνέονται από καθαρά προσωπικά βιώματα είτε από τις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες. Ένα ακόμη αξιόλογο φαινόμενο αποτελεί η ποικιλία των θεατρικών στεγών οι οποίες φιλοξενούν τα έργα αυτά. Έτσι είναι πλέον γεγονός (βοηθούσης και της οικονομικής κρίσης) παραστάσεις να φιλοξενούνται από φουαγιέ ξενοδοχείων, μπαρ, παλιές βιοτεχνίες, τουαλέτες, μέχρι διαμερίσματα ηθοποιών.
Ρίχνοντας μια πρώτη ματιά στη θεατρική περίοδο που μόλις άρχισε, βλέπουμε η πολυεπίπεδη αυτή ανάπτυξη να παραμένει. Οι παραστάσεις βρίσκονται σε αρκετά υψηλό αριθμό, η ποικιλία των θεατρικών σκηνών παραμένει ενώ εξακολουθούν να ανεβαίνουν νέα ελληνικά θεατρικά έργα και να βγαίνουν συνεχώς καινούριοι ερμηνευτές.
Μια πιο προσεκτική ματιά όμως διακρίνουμε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου σε σχέση με την προηγούμενη. Προφανώς η κατοχή της χώρας από τις επιταγές του Δ.Ν.Τ. και το Μνημόνιο δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστη μια σημαντική πτυχή του πολιτισμού μας όπως είναι το θέατρο. Η έφοδος στο εισόδημα καθώς και στα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα του κόσμου της εργασίας, έχει καταρχάς άμεση επίπτωση στον οικονομικό προϋπολογισμό των οικογενειών και κατά δεύτερον η αύξηση της ανέχειας επηρεάζει άλλους τομείς όπως είναι οι κοινωνικές σχέσεις και ο πολιτισμός. Το ίδιο το περιεχόμενο του πολιτισμού προσαρμόζεται ή ευαισθητοποιείται από τα κυρίαρχα προβλήματα της κοινωνίας μέσα στην οποία αναπτύσσεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Αργεντινή, η οποία από το 2001 και μετά βίωσε την κατάρρευσή της ως συνέπεια των επιταγών του Δ.Ν.Τ., αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα θεσμοί εντασσόμενοι στην ανταλλακτική οικονομία. Το θέατρο δεν έμεινε ανεπηρέαστο από αυτό. Σε καιρούς πτώχευσης πολλές παραστάσεις στο Μπουένος Άιρες δίνονταν όχι πλέον με εισιτήρια αλλά με ανταλλαγή σε είδος κυρίως βέβαια τρόφιμα. Εξίσου σημαντική ήταν η επιρροή στην θεματολογία των έργων. Ήδη σήμερα επηρεασμένα από τη διεθνή οικονομική κρίση ευρωπαϊκά θέατρα με παράδοση και πολιτιστικό βάθος ανεβάζουν παραγωγές εμπνευσμένες από την κρίση αυτή. Έτσι κι αλλιώς η παράδοση αρκετών κοινωνικά και πολιτικά ευαίσθητων θεάτρων στην Ευρώπη είναι γεγονός.
Στη χώρα μας το θέατρο στον καιρό του Μνημονίου δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστο. Το κόστος παρακολούθησης μιας παράστασης για μια τετραμελή οικογένεια, παραμένει αρκετά υψηλό με τον κίνδυνο του αμφιλεγόμενου αποτελέσματος. Γι’ αυτό πλέον οικογένειες στρέφονται στη λύση του πιο οικονομικού αλλά και σίγουρου κινηματογράφου αν όχι και στη λύση της ενοικίασης έργων από μαγαζιά της γειτονιάς. Έτσι με το δεδομένο αυτό οι αυξήσεις στις τιμές την φετινή χρονιά είναι ελάχιστες με ένα σημαντικό μέρος των θεάτρων να διατηρούν τις περσινές τιμές. Ένα σημαντικό μέρος έχει ήδη προσανατολιστεί στη μείωση της τιμής των εισιτηρίων παρέχοντας ειδικές προνομιακές τιμές για σχολεία, νέους, φοιτητές, ανέργους, ηλικιωμένους ενώ επανέρχεται πλέον ως θεσμός αυτός της «λαϊκής απογευματινής». Προφανώς κάποια πράγματα έχουν αρχίσει να αλλάζουν.
Όταν ξεκίνησε η οικονομική περιπέτεια της χώρας μας, αρχές αυτής της χρονιάς, σε κάποια συζήτηση ένας συνομιλητής ανέφερε ότι σε συνθήκες άγριας οικονομικής κρίσης και ανέχειας, δύο τομείς είναι αυτοί οι οποίοι σημειώνουν άνθιση. Ο ένας είναι ο τομέας του τζόγου και ο άλλος είναι ο τομέας του σεξουαλισμού. Δεχόμενος ο άνθρωπος επίθεση από την εξουσία όταν δεν μπορεί να θεωρητικοποιήσει την κατάσταση αυτή και να αντιδράσει πολιτικά είτε θα εναποθέσει τις ελπίδες του στον τζόγο είτε θα λειτουργήσει με βάση τα αρχέγονα ένστικτά του.
Συμπτωματικά ή όχι μια τέτοια τάση δείχνει να διαφαίνεται στο θέατρό μας.
Κατ’ αρχάς είναι γεγονός ότι παρατηρείται μια σημαντική αύξηση στο ανέβασμα των έργων. Ήδη μετρώντας ένα μήνα από την έναρξη της νέας περιόδου τα θεατρικά έργα που τρέχουν αγγίζουν τα 140. Όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί «ο καθένας κάνει θέατρο». Αν και υπάρχουν και κάποιες επαναλήψεις της περσινής χρονιάς η συντριπτική πλειοψηφία αφορά σε πρεμιέρες. Παρακολουθώντας την θεματογραφία τους παρατηρούμε ότι γύρω στα 20 από αυτά (δηλ. το ένα στα επτά) ασχολείται με ζητήματα ερωτισμού και σεξουαλικών σχέσεων. Από αυτά τα 4 χαρακτηρίζονται από την αναφορά τους στο ζήτημα της ομοφυλοφιλίας. Δεν γνωρίζουμε αν η άνοδος αυτή του ερωτικού θεάτρου έχει να κάνει με την προσπάθεια ενός αριθμού δημιουργών να ασχοληθούν με τη γνωριμία του ανθρώπινου σώματος ή εντάσσεται σε φαινόμενα «μαζικής κατάθλιψης» που τείνουν να εμφανίζονται σε πληθυσμιακές ομάδες υπό οικονομική και κοινωνική καταπίεση.
Έτσι κι αλλιώς είμαστε στην αρχή της θεατρικής αυτής περιόδου η οποία υποψιαζόμαστε ότι μέχρι το τέλος της θα μας επιφυλάξει αρκετές εκπλήξεις. Και βέβαια είμαστε σε αναμονή για τα κοινωνικού περιεχόμενου νέα ελληνικά θεατρικά έργα που ευελπιστούμε να προκύψουν από αυτή την κρίση και τα οποία θα έχουν να κάνουν με ζητήματα ιδιοπροσωπίας, αξιοπρέπειας και αντιστασιακού ήθους.
Δεν ξεχνάμε ότι στα κινέζικα ιδεογράμματα το ιδεόγραμμα του προβλήματος ταυτίζεται με το ιδεόγραμμα της ευκαιρίας.
Ρίχνοντας μια πρώτη ματιά στη θεατρική περίοδο που μόλις άρχισε, βλέπουμε η πολυεπίπεδη αυτή ανάπτυξη να παραμένει. Οι παραστάσεις βρίσκονται σε αρκετά υψηλό αριθμό, η ποικιλία των θεατρικών σκηνών παραμένει ενώ εξακολουθούν να ανεβαίνουν νέα ελληνικά θεατρικά έργα και να βγαίνουν συνεχώς καινούριοι ερμηνευτές.
Μια πιο προσεκτική ματιά όμως διακρίνουμε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου σε σχέση με την προηγούμενη. Προφανώς η κατοχή της χώρας από τις επιταγές του Δ.Ν.Τ. και το Μνημόνιο δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστη μια σημαντική πτυχή του πολιτισμού μας όπως είναι το θέατρο. Η έφοδος στο εισόδημα καθώς και στα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα του κόσμου της εργασίας, έχει καταρχάς άμεση επίπτωση στον οικονομικό προϋπολογισμό των οικογενειών και κατά δεύτερον η αύξηση της ανέχειας επηρεάζει άλλους τομείς όπως είναι οι κοινωνικές σχέσεις και ο πολιτισμός. Το ίδιο το περιεχόμενο του πολιτισμού προσαρμόζεται ή ευαισθητοποιείται από τα κυρίαρχα προβλήματα της κοινωνίας μέσα στην οποία αναπτύσσεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Αργεντινή, η οποία από το 2001 και μετά βίωσε την κατάρρευσή της ως συνέπεια των επιταγών του Δ.Ν.Τ., αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα θεσμοί εντασσόμενοι στην ανταλλακτική οικονομία. Το θέατρο δεν έμεινε ανεπηρέαστο από αυτό. Σε καιρούς πτώχευσης πολλές παραστάσεις στο Μπουένος Άιρες δίνονταν όχι πλέον με εισιτήρια αλλά με ανταλλαγή σε είδος κυρίως βέβαια τρόφιμα. Εξίσου σημαντική ήταν η επιρροή στην θεματολογία των έργων. Ήδη σήμερα επηρεασμένα από τη διεθνή οικονομική κρίση ευρωπαϊκά θέατρα με παράδοση και πολιτιστικό βάθος ανεβάζουν παραγωγές εμπνευσμένες από την κρίση αυτή. Έτσι κι αλλιώς η παράδοση αρκετών κοινωνικά και πολιτικά ευαίσθητων θεάτρων στην Ευρώπη είναι γεγονός.
Στη χώρα μας το θέατρο στον καιρό του Μνημονίου δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστο. Το κόστος παρακολούθησης μιας παράστασης για μια τετραμελή οικογένεια, παραμένει αρκετά υψηλό με τον κίνδυνο του αμφιλεγόμενου αποτελέσματος. Γι’ αυτό πλέον οικογένειες στρέφονται στη λύση του πιο οικονομικού αλλά και σίγουρου κινηματογράφου αν όχι και στη λύση της ενοικίασης έργων από μαγαζιά της γειτονιάς. Έτσι με το δεδομένο αυτό οι αυξήσεις στις τιμές την φετινή χρονιά είναι ελάχιστες με ένα σημαντικό μέρος των θεάτρων να διατηρούν τις περσινές τιμές. Ένα σημαντικό μέρος έχει ήδη προσανατολιστεί στη μείωση της τιμής των εισιτηρίων παρέχοντας ειδικές προνομιακές τιμές για σχολεία, νέους, φοιτητές, ανέργους, ηλικιωμένους ενώ επανέρχεται πλέον ως θεσμός αυτός της «λαϊκής απογευματινής». Προφανώς κάποια πράγματα έχουν αρχίσει να αλλάζουν.
Όταν ξεκίνησε η οικονομική περιπέτεια της χώρας μας, αρχές αυτής της χρονιάς, σε κάποια συζήτηση ένας συνομιλητής ανέφερε ότι σε συνθήκες άγριας οικονομικής κρίσης και ανέχειας, δύο τομείς είναι αυτοί οι οποίοι σημειώνουν άνθιση. Ο ένας είναι ο τομέας του τζόγου και ο άλλος είναι ο τομέας του σεξουαλισμού. Δεχόμενος ο άνθρωπος επίθεση από την εξουσία όταν δεν μπορεί να θεωρητικοποιήσει την κατάσταση αυτή και να αντιδράσει πολιτικά είτε θα εναποθέσει τις ελπίδες του στον τζόγο είτε θα λειτουργήσει με βάση τα αρχέγονα ένστικτά του.
Συμπτωματικά ή όχι μια τέτοια τάση δείχνει να διαφαίνεται στο θέατρό μας.
Κατ’ αρχάς είναι γεγονός ότι παρατηρείται μια σημαντική αύξηση στο ανέβασμα των έργων. Ήδη μετρώντας ένα μήνα από την έναρξη της νέας περιόδου τα θεατρικά έργα που τρέχουν αγγίζουν τα 140. Όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί «ο καθένας κάνει θέατρο». Αν και υπάρχουν και κάποιες επαναλήψεις της περσινής χρονιάς η συντριπτική πλειοψηφία αφορά σε πρεμιέρες. Παρακολουθώντας την θεματογραφία τους παρατηρούμε ότι γύρω στα 20 από αυτά (δηλ. το ένα στα επτά) ασχολείται με ζητήματα ερωτισμού και σεξουαλικών σχέσεων. Από αυτά τα 4 χαρακτηρίζονται από την αναφορά τους στο ζήτημα της ομοφυλοφιλίας. Δεν γνωρίζουμε αν η άνοδος αυτή του ερωτικού θεάτρου έχει να κάνει με την προσπάθεια ενός αριθμού δημιουργών να ασχοληθούν με τη γνωριμία του ανθρώπινου σώματος ή εντάσσεται σε φαινόμενα «μαζικής κατάθλιψης» που τείνουν να εμφανίζονται σε πληθυσμιακές ομάδες υπό οικονομική και κοινωνική καταπίεση.
Έτσι κι αλλιώς είμαστε στην αρχή της θεατρικής αυτής περιόδου η οποία υποψιαζόμαστε ότι μέχρι το τέλος της θα μας επιφυλάξει αρκετές εκπλήξεις. Και βέβαια είμαστε σε αναμονή για τα κοινωνικού περιεχόμενου νέα ελληνικά θεατρικά έργα που ευελπιστούμε να προκύψουν από αυτή την κρίση και τα οποία θα έχουν να κάνουν με ζητήματα ιδιοπροσωπίας, αξιοπρέπειας και αντιστασιακού ήθους.
Δεν ξεχνάμε ότι στα κινέζικα ιδεογράμματα το ιδεόγραμμα του προβλήματος ταυτίζεται με το ιδεόγραμμα της ευκαιρίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου