ΔΙΨΑ ΓΙΑ ΕΞΟΥΣΙΑ
ΜΑΚΒΕΘ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη
(Του Κ. Σαμάντη από την Ρήξη Απριλίου /φ. 159 που κυκλοφορεί)
Το 1603 ανεβαίνει στον θρόνο της Αγγλίας ο Ιάκωβος Α΄. Λάτρης των γραμμάτων και των τεχνών δεν αργεί, και μάλιστα μέσα σε δέκα ημέρες από τη στέψη του, να πάρει υπό την προστασία του τον Ουίλιαμ Σέξπιρ. Αυτό το γεγονός αποτελεί μια αναγνώριση για το έργο του μεγάλου δραματουργού και ταυτόχρονα του προσφέρει ένα ασφαλές καλλιτεχνικό και οικονομικό περιβάλλον για να συνεχίσει απρόσκοπτα το έργο του. Το 1606 ο Σέξπιρ λαμβάνει μία παραγγελία από τον βασιλιά Ιάκωβο Α΄ που αφορούσε στη συγγραφή ενός έργου ως φόρο τιμής για τους προγόνους του βασιλέα.
Είναι το περίφημο θεατρικό έργο Μάκβεθ. Ο Μάκβεθ ήταν Σκώτος ευγενής, ο οποίος αναρριχήθηκε στον θρόνο δολοφονώντας τον σκληρό βασιλιά Ντάνκαν. Βασίλεψε ειρηνικά για 17 χρόνια προτού σκοτωθεί από τον Μάλκολμ Γ ΄, γυιό του Ντάνκαν, ο οποίος με αυτό τον τρόπο κατόρθωσε να επανακτήσει τον θρόνο. Η ιστορία καταγράφει τον Μάκβεθ ως έναν καθολικά αποδεκτό βασιλέα, ενώ χαρακτηρίζει τον Ντάνκαν και τους απογόνους του ως ανθρώπους αμείλικτους για τη διατήρηση του στέμματος. Με το δεδομένο όμως ότι ο Ιάκωβος Α΄ έλκυε την καταγωγή του από τον Ντάνκαν, ο Σέξπιρ κάνει την ανατροπή. Ο γηραιός βασιλέας (και άρα και οι απόγονοί του) χαρακτηρίζεται ως δίκαιος βασιλιάς, ενώ ο Μάκβεθ ως ένας ασύδοτος σφετεριστής της εξουσίας.
Στο έργο επιστρέφει νικητής από ένα πόλεμο ενάντια στους αντιπάλους του θρόνου και συναντά τρεις μάγισσες οι οποίες θα προφητέψουν την άνοδό του στην εξουσία. Καίτοι ο ίδιος είναι πιστός υπήκοος του βασιλιά, είναι η γυναίκα του η Λαίδη Μάκβεθ, η οποία θα τον χειραγωγήσει και θα τον οδηγήσει μέσα από μηχανορραφίες στη δολοφονία του Ντάνκαν και στην απόκτηση του πολυπόθητου θρόνου. Ο ήρωας μας δεν είναι έρμαιο της τύχης και του πεπρωμένου. Δεν είναι ο Οιδίπους που εν αγνοία του και σε εξυπηρέτηση θεϊκών χρησμών οδηγείται χωρίς τη βούλησή του στην εκπλήρωσή τους. Γνωρίζει την προφητεία και οι ενέργειές του χαρακτηρίζονται από την ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών. Από μία ακόρεστη δίψα για την κατάκτηση της εξουσίας. Δεν είναι μαριονέτα των θεών. Φέρει προσωπική ευθύνη. Και ο δρόμος για την κατάκτηση του θρόνου είναι χρωματισμένος με το πορφυρό χρώμα του αίματος.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, επικεντρώνεται σε αυτό το πορφυρό χρώμα και με αυτό «ντύνει» όλη την παράστασή του. Ήδη πριν την αρχή της παράστασης, ένα κατακόκκινο ύφασμα ξεχύνεται από τη σκηνή προς τους θεατές σαν μία υπερχείλιση αίματος. Από κει και ύστερα το αιμάτινο αυτό κόκκινο, κυριαρχεί παντού: στα κοστούμια, στα σκηνικά, στους φωτισμούς. Μέσα από εύστοχα σκηνοθετικά ευρήματα αναδεικνύει την κολασμένη επιθυμία για την κατάκτηση της εξουσίας, τη στυγνότητα με την οποία αυτή διατηρείται αλλά και το απάνθρωπο όσο και μισανθρωπικό πρόσωπό της.
Σαν σκηνοθέτης με βαθιά θεατρική εμπειρία, ο Λιγνάδης έχει κατανοήσει πλήρως τον βασικό άξονα πάνω στον οποίο κινείται το έργο του Σέξπιρ. Μένει αυτή η αντίληψη να διαχυθεί και στην διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού, να μετουσιωθεί σε μια συμπυκνωμένη νοηματοδότηση. Δείχνει όμως ότι η παράσταση ανέβηκε ενδεχομένως κάπως βιαστικά. Ενώ το πουκάμισο (το στήσιμο των σκηνικών, οι φωτισμοί και τα κοστούμια) είναι πλήρες, το σώμα (οι ερμηνείες των ηθοποιών) δείχνει να μην είναι κατασταλαγμένο. Λείπουν τα υπαρξιακά διλλήματα που χαρακτηρίζουν το έργο. Οι ηθοποιοί προσεγγίζουν τους ρόλους τους σαν να μην υπάρχει μια κεντρική καθοδήγηση ένταξής τους στην πρόσληψη του σκηνοθέτη. Δείχνουν σαν να χρειαζόταν περισσότερη προσπάθεια στο να ομογενοποιηθεί και να καταλήξει όλο αυτό σε μια ενιαία αντίληψη. Σου μένει η εντύπωση μιας βιαστικής παράστασης με κενά και χάσματα που χρειαζόταν ακόμη δουλειά για να εκλείψουν. Στο τέλος φεύγοντας από το θέατρο, αποκομίζεις την εντύπωση ότι η όλη παράσταση ήταν ένα πουκάμισο αδειανό.
Ως πρωταγωνιστής ο Λιγνάδης, κατορθώνει να αποδώσει άρτια τον αιμοσταγή και συμφεροντολόγο Μάκβεθ. Η ερμηνεία του αψεγάδιαστη είναι αυτή που επαναφέρει το ενδιαφέρον του θεατή. Άλλο τόσο ακέραια είναι και η ερμηνεία της Μαρίας Κίτσου στον ρόλο της Λαίδης Μάκβεθ. Αποδίδει άψογα τη γυναίκα που κινεί τα νήματα για την ικανοποίηση των προσωπικών φιλοδοξιών της. Άριστη και η ερμηνεία των τριών μαγισσών οι οποίες ακροβατώντας ανάμεσα στη σκληρή ειρωνεία αλλά και το παιγνιώδες παίξιμο, δίνουν ανάσες στον αιμοσταγή ζόφο του έργου. Εάν κάτι παραμένει ζητούμενο, είναι η αλληλοσυμπλήρωση, η όσμωση των επιμέρους ερμηνειών προς μια συμπυκνωμένη πρόταση. Η μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου ουσιαστική και σύγχρονη. Ενώ ιδιαίτερη αναφορά αξίζει στα σκηνικά, τα κοστούμια και τους φωτισμούς.
Η παράσταση είναι μια συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου με το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Δυστυχώς με την ολοκλήρωση του πρώτου κύκλου των παραστάσεων στο κτήριο Τσίλλερ, η πανδημία που προέκυψε στη χώρα μας εμπόδισε τη μεταφορά του στο Δημοτικό Θέατρο. Ίσως η ολοκλήρωση του προγραμματισμού να οδηγούσε και σε ένα πιο κατασταλαγμένο αποτέλεσμα. Έτσι κι αλλιώς ο Δημήτρης Λιγνάδης ως ηθοποιός, ως σκηνοθέτης και ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου μας έχει κάνει απαιτητικούς απέναντι στις προτάσεις του.
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Νίκος Χατζόπουλος
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Λιγνάδης
Σκηνικά-Κοστούμια: Εύα Νάθενα
Μουσική και σχεδιασμός ήχου: Μίνως Μάτσας
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Κίνηση: Θανάσης Ακοκκαλίδης
Συνεργάτις Σκηνοθέτης: Αναστασία Διαμαντοπούλου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Στέλλα Ψαρουδάκη
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Δάφνη Φωτεινάτου
Βοηθός συνθέτη: Δήμητρα Αγραφιώτη
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά):
Βασίλης Καραμπούλας (Μάγισσα), Μαρία Κίτσου (Λαίδη Μακμπέθ), Ελισάβετ Κωνσταντινίδου (Μάγισσα), Αναστάσης Λαουλάκoς, Δημήτρης Λιγνάδης (Μακμπέθ), Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Γιώργος Μπένος, Γιώργος Μπινιάρης, Ράνια Οικονομίδου (Μάγισσα), Τζέο Πακίτσας, Ορέστης Τζιόβας, Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου