Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

ΜΑΡΑΝ ΑΘΑ του ΘΩΜΑ ΨΥΡΡΑ

Σ’ΑΓΑΠΩ ΤΟΣΟ ΠΟΥ Μ’ ΕΧΕΙΣ ΠΝΙΞΕΙ

ΜΑΡΑΝ ΑΘΑ του ΘΩΜΑ ΨΥΡΡΑ

Ο σημερινός τίτλος είναι ένα απόσπασμα από ένα άσμα των μοναχών Μεβλεβί (των γνωστών μας και ως δερβίσηδων) όπου εκφράζουν την αγάπη τους προς τον Θεό. Μια αγάπη τόσο πολύ απόλυτη και καθαρή που φτάνει σε σημείο να μην αφήνει ανάσα στον εκφραστή της. Η ίδια η απόφαση της ένταξης σε ένα μοναχικό σχήμα, κοινόβιο στα καθ’ υμάς, τάγμα στους άλλους, είναι μια απόφαση ζωής. Από τη στιγμή που θα την πάρεις αφήνεις πίσω σου όλα τα εγκόσμια, υλικά αγαθά, οικογένεια, κοινωνικές σχέσεις, και αφιερώνεσαι στην απόλυτη λατρεία του Θείου. Είναι αυτή η ελεύθερη απόφαση η οποία κάποιους τους ολοκληρώνει ως ανθρώπους.


Για τον Δήμο Αβδελιώδη δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Γνωστός μας ήδη κυρίως από το «Η εαρινή σύναξη των αγροφυλάκων» έχει αποδείξει ότι σκύβει με σεβασμό στις παραδόσεις αυτού του τόπου. Νιώθει την μυρωδιά που αναδύει αυτό το χώμα, την ιδιαιτερότητα του Αιγαιοπελαγίτικου τοπίου καθώς και το ξεχωριστό φως που «σκεπάζει» αυτό τον τόπο. Με αυτά όλα τα υλικά, όντας γνώστης του έργου του Βιζυηνού και με μια Παπαδιαμάντεια, θα τολμούσαμε να πούμε, οπτική μας έχει δώσει έργα του τα οποία θα χαρακτηρίζαμε ως διαμάντια. Στη συγκεκριμένη παράσταση συναντήθηκε με το μυθιστόρημα του Θωμά Ψύρρα «Μαράν Αθά» (εκδόσεις Κέδρος 2004), όχι τυχαία πιστεύουμε. Το κείμενο του Ψύρρα τόσο από άποψη γραφής όσο και περιεχομένου, σε φορμαλιστικό έστω επίπεδο, διακατέχεται από την ίδια Παπαδιαμάντεια οπτική.
Ο δραματουργικός άξονας πάνω στον οποίο στηρίχτηκε η παράσταση, είναι η αντιδιαστολή ανάμεσα στον έρωτα, την ολοκλήρωση δηλαδή του ανθρώπου μέσω της συνάντησής του με το άλλο φύλο, από τη μια πλευρά και ο «αναχωρητισμός» από αυτό τον κόσμο μέσω της ένταξης κάποιου σε ένα μοναχικό κοινόβιο. Η υπόθεση συνοπτικά είναι η αποστολή από τον δεσπότη ενός καλογεροπαιδιού σ’ ένα απόμακρο χωριό της Θεσσαλίας με σκοπό την παρακολούθηση κάποιων παγανιστικών, τελετουργικών συναντήσεων εννέα γυναικών. Ως άλλες Μαινάδες ή Βάκχες είναι αυτές οι «Ταρσίτσες» οι οποίες αποτελούν την καρδιά και την ψυχή ενός γυναικοκρατούμενου χωριού και οι οποίες μέσω των ονείρων τους καθοδηγούν τη ζωή στην κοινότητα. Μέσω αυτή της παρακολούθησης, έμμεσα αλλά ουσιαστικά, ο νεαρός θα έρθει σε επαφή τόσο με την γυναικεία απόκρυφη γνώση, όσο και με τον έρωτα και την αγάπη.

Χρησιμοποιώντας ο Ψύρρας με μια απίστευτη ικανότητα τη ντοπιολαλιά του Τύρναβου και γνωρίζοντας αρκετά καλά την παράδοση της συγκεκριμένης περιοχής, από την οποία και κατάγεται, κατορθώνει να μας μεταφέρει σε κάποιες μακρινές πλέον εποχές. Σε εποχές όπου υπήρχαν, έστω και ως κατάλοιπα, μορφές μητριαρχίας, τα όνειρα αλλά και άλλες πλευρές «ανορθολογισμού» δεν είχαν εξαφανιστεί από την βίαιη απομάγευση του κόσμου που επέβαλε ο μεταμοντερνισμός, σ’ ένα κόσμο εντέλει στον οποίο ο «ορθολογισμός» του καπιταλισμού ήταν απών.

Η συνάντηση του σκηνοθέτη με τον συγγραφέα καθώς και με την ερμηνεύτρια Γ. Κηλαηδόνη, δίνει ένα αποτέλεσμα κατά το οποίο μπορείς να αισθανθείς το Θεσσαλικό τοπίο, να νιώσεις τη νύχτα να λειτουργεί ως πέπλο προστασίας γι’ αυτές τις τελετές, να μεταφερθείς σ’ ένα τόπο που όμοιό του πλέον δεν μπορείς να συναντήσεις παρά σε σπάνιες και τυχαίες περιπτώσεις. Η λογική της ολοένα και περισσότερης τουριστικής ανάπτυξης και αξιοποίησης έχουν καταστρέψει τόπους όπου οι κάτοικοι ζούσαν σε επαφή και συνάρτηση με τα χώματα που πατούσαν, όπου οι κοινωνίες λειτουργούσαν με την αυτόνομη δυναμική της κοινότητας, όπου οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων δεν διαμεσολαβούντο από το χρήμα αλλά ορίζονταν από χρόνιες παραδόσεις. Και θα πρέπει να είσαι πολύ τυχερός για να βρεθείς σε μια απομονωμένη κοινότητα, όπου η οδική πρόσβαση είναι τρομερά δύσκολη, για να ξανανιώσεις τη μυρωδιά αυτού του τόπου όπως ήταν πριν από εκατό ή εκατό πενήντα χρόνια. Γι’ αυτό και θεωρούμε ως τη σημαντικότερη επίσκεψή μας, αυτήν του καλοκαιριού του 1998 όταν τυχαία βρεθήκαμε σε ένα χωριό της Καρπάθου, την Αυλώνα, μέσα Αυγούστου, και μείναμε έκπληκτοι όχι μόνο από τη βαριά ακατανόητη δωρική προφορά των ντόπιων αλλά και από τα έθιμα του Δεκαπενταύγουστου τα οποία πραγματικά έρχονται από άλλους καιρούς.

Στην επιτυχία αυτής της παράστασης, σημαντικό λόγο έχει η ερμηνεύτρια Γιασεμί Κηλαηδόνη. Σε έναν υποκριτικό μαραθώνιο 2,5 ωρών κατορθώνει να πάρει στις πλάτες της και να αποδώσει αρκετούς χαρακτήρες από το μυθιστόρημα του Ψύρρα, κρατώντας όμως πάντα ως μέτρο την εσωτερική αγωνία αλλά και την υπαρξιακή ανησυχία του κυρίου προσώπου. Η μετάβαση από πρόσωπο σε πρόσωπο γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε και να μην παρατηρείται μια διάσπαση της ερμηνείας αλλά και η αυτοτελής παρουσία του κάθε προσώπου να παραμένει ακέραια.

Εν ολίγοις ο Δήμος Αβδελιώδης κατορθώνει να διευθύνει αρμονικά με την μπαγκέτα του το κείμενο του Ψύρρα από τη μια και την ερμηνεία της Κηλαηδόνη από την άλλη, παράγοντας σαν αποτέλεσμα μια παράσταση εν είδη συμφωνίας.

Με μια μικρή ένσταση.
Ο Ψύρρας όπως έχουμε προαναφέρει φαίνεται να έχει εντρυφήσει στην παράδοση, στη γλώσσα και στα έθιμα του τόπου του. Αξιολογώντας το μυθιστόρημά του δεν θα μπορούσαμε παρά να αναφέρουμε ότι αποτελεί ένα έργο το οποίο έχει προκύψει από την αγάπη για τα «πατρώα εδάφη». Μια προσεκτική όμως ανάγνωση σε τρίτο ή σε τέταρτο επίπεδο, δείχνει ότι παρ’ όλη την ενασχόλησή του με αυτά, διατηρεί μια αφ’ υψηλού στάση απέναντί τους. Η περιγραφή του μοναχικού βίου ως τιμωρία και ποινή μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν το ελεύθερο της επιλογής το οποίο χαρακτηρίζει μια τέτοια απόφαση αλλά και η περιγραφή ενός Κυρίου ως «τιμωρού» δείχνει όχι μόνο μια επιφανειακή προσέγγιση του συγκεκριμένου ζητήματος αλλά και μία εχθρική στάση απέναντι σ’ αυτό. Προφανώς και ο καθένας έχει δικαίωμα να είναι υπέρ ή κατά του μοναχισμού. Το να παίρνεις όμως θέση ήδη προκατειλημμένος από την αρχή αν μη τι άλλο αδικεί το έργο σου. Σε μια τέτοια λογική δεν μας φάνηκε καθόλου παράξενο η με κατανόηση αναφορές σε «Τούρκους αγρότες» και η έλλειψη αναφοράς σε Τουρκοκρατία π.χ.. Εντέλει η μεταμοντέρνα «προοδευτική» πολυπολιτισμικότητα φέρνει αποτελέσματα.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ


ΜΑΡΑΝ ΑΘΑ του ΘΩΜΑ ΨΥΡΡΑ
Διασκευή-Σκηνοθεσία Δήμος Αβδελιώδης
Μουσική Βαγγέλης Γιαννάκης
Σκηνικά- Κοστούμια-Κούκλες Μαρία Πασσαλή
Ηθοποιός Γιασεμί Κηλαηδόνη
Διδασκαλία λόγου
Σκηνικός χώρος – Φωτισμός Δήμος Αβδελιώδης
Βοηθός σκηνοθέτη Δώρα Νεοκλέους
Χειριστής ήχου-φώτων Ιγνάτιος Μπανέλλης
Θέατρο Μεταξουργείο
Ακαδήμου 14 – 210 5234382
Έως 26 Απριλίου

Διαβάστε περισσότερα!

Σάββατο 10 Απριλίου 2010

Η Όπερα της Πεντάρας από τον Ρόμπερτ Γουίλσον

Η ΟΠΕΡΑ ΤΩΝ ΕΚΑΤΟΝ ΕΙΚΟΣΙ ΕΥΡΩ

Η Όπερα της Πεντάρας από τον Ρόμπερτ Γουίλσον


Το 1928 ήταν η χρονιά κατά την οποία η νεαρά Δημοκρατία της Βαϊμάρης βρισκόταν στο απόγειό της. Με ένα βιοτικό επίπεδο υψηλότερο από ποτέ και συνεχείς επενδύσεις στον υποδομή της χώρας, το μέλλον προδιαγραφόταν ευοίωνο. Το Βερολίνο ήταν εκ των πραγμάτων, η πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, με έναν απίστευτο αριθμό πρωτοποριακών ρευμάτων να δημιουργούνται στους καλλιτεχνικούς κύκλους του. Κινήματα τα οποία είχαν να κάνουν με τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο, την αρχιτεκτονική, τις τέχνες γενικότερα, ξεκινούν από εδώ για να κατακτήσουν την υπόλοιπη Ευρώπη.

Ένας μικρός ενδεικτικός κατάλογος εμπεριέχει κινήματα όπως κυβισμός, ντανταϊσμός, εξπρεσιονισμός, κονσκρουκτιβισμός, φουτουρισμός, μπαουχάουζ κλπ. Αυτήν ακριβώς τη χρονιά ο Μπ. Μπρεχτ ανεβάζει στο θέατρο Σιφμπάουερνταμ την Όπερα της Πεντάρας. Από την επόμενη χρονιά τα πράγματα αλλάζουν δραματικά. Το οικονομικό κραχ που ξεσπάει στην Αμερική χτυπάει με τα απόνερά του την Γερμανία. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά: Οικονομική κρίση, πληθωρισμός, ανεργία, πολιτικό χάος. Σε αυτό ακριβώς το περιβάλλον εμφανίζεται το ναζιστικό κόμμα και κατορθώνει τους 12 βουλευτές του το 1928 να τους κάνει 102 το 1930. Η αντίστροφη μέτρηση για το Γ΄ ράιχ, έχει ξεκινήσει.
Το Μπερλίνερ Ανσάμπλ, το θέατρο το οποίο ίδρυσε το Μπ. Μπρεχτ, θέλοντας να τιμήσει τα 80 χρόνια από το πρώτο ανέβασμα της Όπερας της Πεντάρας αλλά και τα 110 χρόνια από την γέννηση του ιδρυτή του, ανέθεσε στον παγκοσμίου φήμης Ρόμπερτ Γουίλσον να σκηνοθετήσει την εκδοχή του πάνω στο διάσημο αυτό έργο. Η ίδια η Όπερα της Πεντάρας αποτελεί από μόνη της ένα παράδοξο. Είναι το πιο αναγνωρίσιμο έργο του Μπρεχτ, με πλήρη αποδοχή ακόμα και στους κόλπους των μεγαλοαστών. Στις αναρίθμητες παραστάσεις/εκδοχές έχουν συνεισφέρει με την ερμηνεία τους χιλιάδες ηθοποιοί από την Λόττε Λένυε μέχρι την Μελίνα Μερκούρη και από τον Ρούντολφ Φόρστερ μέχρι τον Νίκο Κούρκουλο και τον Λάκη Λαζόπουλο. Παρ’ όλο που ο Μπρεχτ σε συνεργασία με τον Κουρτ Βάιλ είχαν αποφασίσει να γράψουν ένα καθαρά αντικαπιταλιστικό έργο, στο οποίο ταύτιζαν την μεγαλοαστική τάξη με τον υπόκοσμο εξαιτίας των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ τους, η εμπορική επιτυχία και εκμετάλευση είναι τεράστια. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην προσπάθεια της κινηματογραφικής μεταφοράς της όπερας το 1931 από τον Πάμπστ, ο Μπρεχτ μπλέχτηκε σε ένα δικαστικό αγώνα με την εταιρεία παραγωγής γιατί προσπάθησε να αλλάξει το λιμπρέτο του έργου σε μια ακόμη πιο έντονη αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Ήθελε π.χ. στον γάμο του Μακήθ να παραβρίσκεται ως επίσημη καλεσμένη όλη η μεγαλοαστική τάξη της εποχής, τραπεζίτες, πολιτικοί, κληρικοί κλπ., πράγμα το οποίο η εταιρεία δεν ήταν διατεθειμένη να αποδεχτεί.
Παρ’ όλες όμως τις προθέσεις του δημιουργού της, εξαιτίας ίσως της επιτυχίας των μουσικών θεμάτων, γρήγορα αγκαλιάστηκε από την αγάπη του κόσμου με αποτέλεσμα το νόημα που ήθελε να μεταδώσει ο συγγραφέας, να χαθεί μέσα στην μαζική αποδοχή του έργου.
Ο αμφιλεγόμενος Ρόμπερτ Γουίλσον δεν είναι ο οποιοσδήποτε. Πολυτάλαντος με παγκόσμια αποδοχή, με τεράστιες επιτυχίες στο ενεργητικό του, θεωρείται το απόλυτο επιτυχημένο παράδειγμα του θεατρικού επιχειρηματία. Οι παραστάσεις τις οποίες έχει ανεβάσει θεωρούνται υποδείγματα φορμαλισμού ενώ οι εμμονές του, γύρω από τον φωτισμό π.χ., είναι αυτές που μπορούν να αναδείξουν μία θεατρική παράσταση σε σημαντικό έργο (εικαστικής τέχνης), όσο και να το ματαιώσουν λόγω του υψηλού οικονομικού κόστους. Τεξανός στην καταγωγή, κουβαλάει στην άποψή του μία καθοριστική εκ του φαίνεσθαι προσέγγιση του θεάτρου. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μέγιστος θηρευτής του βλέμματος. Όχι αλώβητος από την αμερικάνικη προσέγγιση στα του θεάματος κατορθώνει να αιχμαλωτίζει το βλέμμα, προσφέροντας στον θεατή πρωτόγνωρες προτάσεις. Αυτή ακριβώς τη λογική υπηρετούσε και η παράσταση που είχαμε δει το 2007 σε σκηνοθεσία του, του Κουαρτέτου του Χάινερ Μύλλερ.
Αυτό καθαυτό όμως το ζήτημα της παρουσίασης της συγκεκριμένης παράστασης στην Αθήνα σηματοδοτεί και κάτι άλλο. Την ωρίμανση της χώρας μας ως θεατρικού τόπου, όπου παρουσιάζονται πλέον σύγχρονες, ακριβοθώρητες και πρωτοποριακές παραστάσεις, δυνατότητα την οποία δεν έχουν άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Καταξιώνεται δηλαδή η Αθήνα ως σημείο αναφοράς στο σύγχρονο θεατρικό ευρωπαϊκό χάρτη.
Όχι όμως χωρίς ενστάσεις. Όσοι επέλεξαν να παρακολουθήσουν τη συγκεκριμένη παράσταση βρέθηκαν μπροστά στη δυσάρεστη έκπληξη των τιμών των εισιτηρίων τα οποία έφθαναν μέχρι και 120 ευρώ. Δηλαδή κόστος για μία τετραμελή οικογένεια γύρω στα 500 ευρώ!!! Το πρόβλημα είναι ότι η ίδια παράσταση σε άλλες χώρες της Ευρώπης είχε πολύ πιο χαμηλές τιμές. Στο θέατρο του Σιφμπαουερνταμ οι τιμές ξεκινούσαν από 7 ευρώ (φοιτητικό) και έφθαναν τα 36, στο Άμστερνταμ από 20 έως 65 και στην Ιταλία από 25 έως 50. Φαίνεται ότι την προσπάθειά μας να ξεφύγουμε από το ρόλο του θεατρικού ιθαγενούς, θα την πληρώσουμε στην κυριολεξία πανάκριβα. Ενθαρρυντικό ήταν το ότι αρκετοί αρνήθηκαν να καταβάλουν το ακριβό αντίτιμο και δημιούργησαν κύμα διαμαρτυρίας με επιστολές στις εφημερίδες, στο διαδίκτυο και αλλού.

Σε αυτή καθαυτή την παράσταση είναι αλήθεια ότι ο Γουίλσον κατάφερε να δώσει μια θεαματική πρόταση. Χρησιμοποιώντας την οπτική που αναφέραμε πιο πάνω (φόρμα, φωτισμός, εντυπωσιασμός του βλέμματος) κατόρθωσε με μεγαλοφυή τρόπο να παρουσιάσει την Όπερα της Πεντάρας ως ένα tableau vivant, ως ένα ζωντανό εξπρεσιονιστικό πίνακα. Στην εικαστική του προσέγγιση, οι ερμηνευτές του έργου είναι σαν να ξεπηδάνε από πίνακες του Όττο Ντιξ ή του Τζωρτζ Γκρος, μεταφέροντας με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο το καλλιτεχνικό περιβάλλον του 1928. Το όλο εγχείρημα χαρακτηρίζεται από μια διάχυτη ειρωνεία η οποία το διαπερνά από άκρου εις άκρον. Μια ειρωνεία την οποία εκπέμπουν οι ήρωες αναμεταξύ τους αλλά εντέλει και ο Γουίλσον προς την κοινωνία. Γι’ αυτό άλλωστε δεν διστάζει να βάλει τους πρωταγωνιστές του να κινούνται ακόμη και στα βήματα του Τσάρλι Τσάπλιν. Το τελικό συμπέρασμα από αυτή την παράσταση, μια παράσταση την οποία δύσκολα ξεχνά κανείς, είναι ότι ο Γουίλσον κατορθώνει με όσα εφόδια και παρακαταθήκες κουβαλά, να δώσει μια παράσταση κατά την οποία ο φορμαλισμός απογειώνεται και αποθεώνεται.
Τεράστια βοήθεια στην επιτυχία αυτού του εγχειρήματος είναι η βοήθεια την οποία έλαβε από τους ηθοποιούς του, οι οποίοι απέδωσαν το ρόλο τους με μια ποιότητα που δύσκολα συναντάς. Ανάμεσα στις πολύ καλές ερμηνείες τους, θα ξεχωρίζαμε τον Stefan Kurt στο ρόλο του Μακήθ και την Christina Drechsler στο ρόλο της Πόλλυ χωρίς βέβαια οι ερμηνείες των υπολοίπων να υστερούν.
Παραμένει όμως η ένσταση που είχαμε και πριν την παρακολούθηση της παράστασης. Είναι απορίας άξιο πως το θέατρο που ίδρυσε ο Μπ. Μπρεχτ ανεβάζει, κόντρα στις επιλογές του ιδρυτού του, μια τόσο ακριβή παράσταση, με μια τόσο διαφορετική οπτική. Το ανέβασμα μιας παράστασης, για την αστική τάξη ουσιαστικά, έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες του μεγάλου δραματουργού: «Ο ληστής Μακήθ πρέπει να παρουσιαστεί από τον ηθοποιό σαν αστικό πρόσωπο. Η συμπάθεια της αστικής τάξης για τους ληστές εξηγείται από την πλάνη ότι ένας ληστής δεν είναι αστός. Αυτή η πλάνη έχει για μητέρα της μίαν άλλη πλάνη, ότι ένας αστός δεν είναι ληστής».
Μπ. Μπρεχτ/ «Ο Μπρεχτ ερμηνεύει Μπρεχτ» / εκδόσεις Νέα Σύνορα.
Είναι αυτό το απόφθεγμα το οποίο μας οδηγεί στην εικασία ότι αν ανέβαζε αυτό το έργο στις μέρες μας ο Μπρεχτ ενδεχομένως να έδινε το ρόλο του Μακήθ στον Γουίλσον.

Υ.Γ. 1.
Στα απολύτως αρνητικά αυτής της τόσο ακριβής παράστασης, ήταν η ανυπαρξία ελληνόγλωσσου προγράμματος. Φαίνεται ότι η παραγωγή θεωρούσε αυτονόητο ότι τη συγκεκριμένη παράσταση όχι μόνο θα παρακολουθήσουν επιφανή μέλη της αστικής τάξης αλλά επίσης ότι τα μέλη αυτά αυτονοήτως είναι και γερμανόφωνοι.
Υ.Γ. 2.
Η ίδια ακριβώς παράσταση ανέβηκε στο Βερολίνο ξανά την πρώτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου. Ενδεχομένως να κόστιζε λιγότερο η παρακολούθησή της εκεί (μαζί με τα έξοδα μετάβασης) απ’ ότι στο Παλλάς.
Υ.Γ. 3.
Η παράσταση τέλος ανέβηκε στις 14,15,16 και 17 Ιανουαρίου. Υπενθυμίζουμε μόνο, για ιστορικούς λόγους, ότι στις 15 Ιανουαρίου συμπληρώθηκαν 91 χρόνια από τη δολοφονία της Ρόζας Λούξενμπουργκ κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των Σπαρτακιστών.


Πληροφορίες:
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ / ΚΟΥΡΤ ΒΑΪΛ
Η ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΑΠΟ ΤΟ
ROBERT WILSON BERLINER ENSEMBLE

ΔΙΑΝΟΜΗ
ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΠΙΤΣΑΜ Jurgen Holtz
ΣΙΛΙΑ ΠΙΤΣΑΜ Traute Hoess
ΠΟΛΛΥ ΠΙΤΣΑΜ Christina Drechsler
ΜΑΚΗΘ Stefan Kurt
ΜΠΡΑΟΥΝ Axel Werner
ΛΟΥΣΥ Anna Graenzer
ΤΖΕΝΝΥ Angela Winkler
ΦΙΛΤΣ Γεώργιος Τζιβάνογλου


και εδώ το κυρίως κείμενο της ανάρτησης.

Διαβάστε περισσότερα!

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

ΟΤΑΝ ΟΙ ΔΗΜΟΙ ΜΕΤΑΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΕ ΝΟΜΑΡΧΙΕΣ

Αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν οι προθέσεις του Υπουργού Εσωτερικών Γιάννη Ραγκούση για το θέμα του Καλλικράτη. Στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΚΕΔΚΕ στις 15 Μαρτίου, ανακοίνωσε τις αρμοδιότητες τις οποίες σκοπεύει να μεταφέρει στους Δήμους. Έτσι αν και το σύνθημα είναι για αποκέντρωση της τοπικής αυτοδιοίκησης, στην πράξη συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι Δήμοι με την παραδοσιακή μορφή και μέγεθος που είχαν μέχρι τώρα, εξαφανίζονται και τη θέση τους παίρνουν καινούργια σχήματα εν είδη νομαρχιών.
Αναλυτικά, στους Δήμους μεταφέρονται πολεοδομικές αρμοδιότητες (έκδοση αδειών, έλεγχος μελετών κλπ.) και πριν περάσουν δέκα μέρες τρεις δήμαρχοι, του Κορωπίου, της Παιανίας και της Βάρης άρχισαν ήδη να πιέζουν για την αδειοδότηση κατασκευής ιδιωτικού νοσοκομείου στις πλαγιές του ανατολικού Υμηττού. Μεταφέρονται ακόμη αρμοδιότητες από τον χώρο της υγείας-πρόνοιας όπως είναι η χορήγηση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας ιδρυμάτων παιδικής πρόνοιας σε ιδιώτες ή η χορήγηση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών παιδικών ή βρεφονηπιακών σταθμών.
Όπως ο ίδιος ο Γ. Ραγκούσης δήλωσε «το σχολείο γίνεται αποκλειστικά υπόθεση του δήμου» με μεταφορά αρμοδιοτήτων για ανέγερση σχολείων, επισκευή και συντήρηση αυτών αλλά επίσης αρμοδιότητες στον τομέα της δια βίου μάθησης όπως είναι οι σχολές γονέων και τα κέντρα κατάρτισης ανηλίκων. Μεταφέρονται σημαντικές επίσης αρμοδιότητες στον τομέα του εμπορίου (λειτουργία λαϊκών αγορών, χορήγηση αδειών εκμετάλλευσης περιπτέρων) των μεταφορών (χάραξη των γραμμών των λεωφορείων) κ.α.
Όπως μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς η βασική λογική η οποία διαπερνά τις προτάσεις του Υπουργείου Εσωτερικών είναι καθαρά νεοφιλελεύθερης κατεύθυνσης. Βασικός τους στόχος δεν είναι η αναβάθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά ουσιαστικά η μείωση της ευθύνης της συμμετοχής του κράτους (θεσμική, οικονομική, λειτουργική) σε ένα σωρό από τομείς με κυριότερους βέβαια αυτών την Παιδεία και την Υγεία. Αυτό το οποίο συμβαίνει εντέλει δεν είναι μια επίθεση του Κράτους κατά της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά η λογική του λιγότερου κράτους έως καθόλου, ώστε συνεχώς να επιδιώκεται η απορρύθμιση των μέχρι σήμερα λειτουργιών του και κατά συνέπεια η παραχώρηση δημόσιου χώρου στα χέρια των ιδιωτικών συμφερόντων (εργολάβοι, επιχειρηματίες κλπ).
Ακόμη το δεύτερο βασικό είναι ότι η μείωση αυτή του Κράτους συνοδεύεται από μια υπερδιόγκωση και υδροκεφαλισμό των Δήμων. Με τη διόγκωση αυτή οι Δήμοι και οι Κοινότητες ως οι εγγύτερες προς τις τοπικές κοινωνίες δημοκρατικοί θεσμοί γίνονται απόμακροι, μη εύκολα ελεγχόμενοι και μετατρεπόμενοι ουσιαστικά σε μικρές Νομαρχίες. Όσο έλεγχο και πρόσβαση είχε παλιά ο δημότης στις Νομαρχίες άλλο τόσο θα έχει και στους αυριανούς Δήμους.
Για το δεύτερο σημαντικότερο μετά τις αρμοδιότητες μέρος του Καλλικράτη, το χωροταξικό σχεδιασμό δηλαδή, το Υπουργείο δεσμεύτηκε πριν το Πάσχα να ανακοινώσει τα καινούργια όρια ώστε σύμφωνα με δήλωση του Υπουργού μετά μια περίοδο ενός μήνα διαβούλευσης να προσπαθήσει να τον ψηφίσει στα μέσα Μαΐου. Προς το παρόν βρισκόμαστε ήδη στο τέλος Μαρτίου και καμία τέτοια ανακοίνωση δεν έχει γίνει.
Όσον αφορά στην οικονομική πλευρά της υλοποίησης του Καλλικράτη, και παρ’ όλο που οι εκτιμήσεις για το κόστος της υλοποίησης αυτής κυμαίνονται από 3,5 δις ευρώ έως 6 δις, το μόνο που κατάφερε ο Υπουργός ήταν να δώσει 240 εκατομμύρια ευρώ οφειλόμενα από το 2008 και 2009.
Δυστυχώς όσο κι αν το τελευταίο δεκαπενθήμερο τοπικές κινήσεις και αυτοδιοικητικά σχήματα έχουν αρχίσει να βγαίνουν όλο και πιο έντονα, όλο και πιο αρνητικά απέναντι στον Καλλικράτη η οικονομική κρίση σκεπάζει τις όποιες διαφωνίες. Αντιδράσεις όπως αυτή του Δήμου Μεθάνων όπου στις 22 Μαρτίου αποφάσισε να διεκδικήσει ο Δήμος να παραμείνει αυτόνομος, θάβονται είτε σκοπίμως είτε από ειδήσεις για επιτόκια, δάνεια, χρέος κλπ.
Το επόμενο χρονικό διάστημα είναι πλέον και το πιο κρίσιμο για τη συνάντηση όσο και τη συγκρότηση των αυτοδιοικητικών αντιστάσεων έναντι του Καλλικράτη.



Διαβάστε περισσότερα!