Τον περασμένο μήνα ολοκληρώθηκε κατά παράδοση η θεατρική περίοδος 2009-2010. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρεμιέρες καινούριων έργων δεν λαμβάνουν χώρα, με τις παραστάσεις χορού να έχουν όπως κάθε χρόνο την τιμητική τους. Τη σκυτάλη επίσης παίρνουν τα διάφορα φεστιβάλ των δήμων, με το περιεχόμενό τους, εξαιτίας των νέων οικονομικών μέτρων, να είναι σαφώς περιορισμένο τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά. Αρκετά από αυτά μάλιστα ματαιώθηκαν.
Προσπαθώντας ένα μικρό απολογισμό για τη χρονιά που μας πέρασε, θα θέλαμε να σταθούμε σε τρία πράγματα.
Η θεατρική παραγωγή, εξαιτίας προγραμματισμού πριν την οικονομική θύελλα, υπήρξε αυξημένη σε σχέση με πέρυσι. Όχι μόνο ανέβηκαν περισσότερες παραστάσεις, όχι μόνο υπήρξε εμφάνιση νέων και ικανών ηθοποιών, αλλά λόγω της εμφανούς έλλειψης θεατρικών σκηνών, αλλά και του οικονομικού κόστους που αυτή συνεπάγεται, παρουσιάστηκε μια τάση αυξημένων θεατρικών προτάσεων που κινούνταν στο χώρο του πειραματικού θεάτρου. Έτσι είδαμε έργα να ανεβαίνουν για μία ακόμη φορά, αλλά πολύ πιο έντονα, σε χώρους έξω από αυτόν του παραδοσιακού θεάτρου. Διαμερίσματα ηθοποιών, κλιμακοστάσια, υπόγεια παρκινγκ, μπαρ αλλά και υπαίθριοι χώροι, χρησιμοποιήθηκαν ως χώροι τέλεσης θεατρικών έργων. Εάν σ’ αυτά συνυπολογίσουμε και τις πειραματικές προτάσεις ως προς το περιεχόμενο, οι οποίες ήταν επίσης αυξημένες σε σχέση με πέρυσι, φαίνεται ότι ζούμε μια μικρή έκρηξη στον χώρο αυτό. Πιστεύουμε ότι αυτή η έκρηξη έχει να κάνει και με μια σημαντική ανησυχία, ειδικά στο χώρο των νέων δημιουργών. Παρ’ ότι το αντίτιμο του εισιτηρίου έχει αρχίσει πλέον να είναι υπολογίσιμο στην αιχμαλωσία του ΔΝΤ την οποία ζούμε, τουλάχιστον για φέτος το θέατρο έδειξε αντοχές. Πολλές παραστάσεις είχαν ήδη προπωλήσει τις θέσεις τους, ενώ γενικά η παρουσία του θεατρικού κοινού παρέμεινε σημαντική, δείχνοντας να μην επηρεάζεται, προς ώρας, από τα νέα οικονομικά μέτρα.
Το δεύτερο, επίσης ουσιαστικό, ήταν η παρουσία αρκετών σημαντικών ανθρώπων του διεθνούς θεάτρου στη χώρα μας. Προσωπικότητες όπως ο Γουίλσον, ο Μάλκοβιτς ή ο Όστερμάγιερ, για να αναφέρουμε ενδεικτικά μόνο κάποιους, είτε ως σκηνοθέτες είτε ως ηθοποιοί, δήλωσαν παρόντες. Οι αρκετά σημαντικές αυτές παραστάσεις, δείχνουν ότι το ελληνικό θεατρικό τοπίο αρχίζει άνετα να συναγωνίζεται το ευρωπαϊκό μιας και οι παραστάσεις για τις οποίες μιλάμε, δεν συνιστούν αναμασήματα περασμένων ετών αλλά αποτελούν σύγχρονες όσο και πρωτοπόρες προτάσεις. Η ανάπτυξη του ελληνικού θεάτρου τα τελευταία χρόνια και η σταθεροποίησή του σε ένα υψηλό επίπεδο, δείχνει ότι οδηγεί και στην ευρωπαϊκού επιπέδου ανταγωνιστικότητά του με μικρά έστω αλλά σταθερά αρχικά βήματα. Δυστυχώς, όπως έχουμε θίξει και στο παρελθόν, η υψηλών προδιαγραφών ποιοτικές αυτές παραστάσεις, συνοδεύονται από ένα ακατανόητα υψηλό αντίτιμο. Έτσι παραστάσεις οι οποίες ανέβηκαν την περασμένη χρονιά σε θεατρικές πρωτεύουσες όπως είναι το Βερολίνο ή το Παρίσι, έδωσαν το παρόν στη χώρα μας σε διπλάσια τιμή εισιτηρίων. Δεν είναι δυνατόν έργα, όπου η πρόσβαση του κοινού σε αυτά αλλού στοιχίζει από 35 έως 70 ευρώ, τα ίδια αυτά έργα να παρουσιάζονται σε μας με εισιτήριο το οποίο αγγίζει ή ξεπερνάει κάποιες φορές τα 100 ευρώ. Το κόστος αυτό είναι προφανώς απαγορευτικό για τη μεγάλη πλειοψηφία του θεατρικού κοινού, καταντάει δε σκανδαλώδες όταν συμβαίνει μεσούσης της οικονομικής κρίσης καθώς και των οικονομικών μέτρων που επιβάλλονται από το ΔΝΤ. Όσο και αν είμαστε περίεργοι για το κατά πόσο αυτές οι τιμές αλλά και αυτές καθαυτές οι παραστάσεις θα παρουσιαστούν την επόμενη θεατρική περίοδο, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε ότι η λογική αυτή μας οδηγεί σε ένα θεατρικό κοινό, δύο ταχυτήτων. Από τη μια θα έχουμε το κοινό του «Μεγάρου Μουσικής», όπως συνηθίζαμε να λέμε παλιά και από την άλλη θα υπάρχει το κοινό το οποίο αποτελεί και τη μερίδα του λέοντος, το οποίο θα αδυνατεί ολοένα και περισσότερο να έχει πρόσβαση στα θεατρικά δρώμενα. Όπως και να είναι την επόμενη θεατρική περίοδο οι όποιες απορίες μας θα λυθούν.
Τέλος πολύ σημαντική ήταν η απόφαση την οποία πήρε ο υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού κ. Γερουλάνος για την κατάργηση του Εθνικού Κέντρου Θεάτρου και Χορού (ΕΚΕΘΕΧ) με μία απόφαση την οποία ουσιαστικά είχε αφήσει να διαφανεί από τις πρώτες ημέρες της υπουργίας του. Πατώντας στο αυξημένο λειτουργικό κόστος του Κέντρου από τη μια και στην κόντρα που προέκυψε ανάμεσα στον πρόεδρό του Γ. Δραγώνα και τον διευθυντή του Ηρ. Λογοθέτη από την άλλη, προχώρησε στη διάλυση του Κέντρου στα μόλις δύο χρόνια λειτουργίας του. Θυμίζουμε ότι το ΕΚΕΘΕΧ, παρ’ όλες τις ενστάσεις αλλά και τα παράπονα ανθρώπων του θεάτρου σε σχέση με τη λειτουργία του, ήταν ένας αυτόνομος Οργανισμός στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγονταν 140 θίασοι, 400 θέατρα, 1.000 σκηνοθέτες καθώς και μια ετήσια παραγωγή 500 έως 700 νέων ηθοποιών κάθε χρόνο. Επίσης σημαντικό είναι ότι στην αρμοδιότητά του όσο και στη βοήθειά του, υπάγονταν τα ΔΗΠΕΘΕ, τα περισσότερα των οποίων με πολύ αξιόλογο έργο όσο και συντελεστές. Αν στα προβλήματα τα οποία έχουν να αντιμετωπίσουν προσθέσουμε και αυτά τα οποία θα δημιουργήσει η υλοποίηση του Καλλικράτη στην περιφέρεια, καταλαβαίνουμε ότι ο πολύ σημαντικός αυτός θεσμός μπαίνει σε μια περίοδο κρίσης.
Στα λίγα χρόνια της λειτουργίας του το ΕΚΕΘΕΧ έδειξε σημαντικές τάσεις ανανέωσης. Επιλέγοντας να ξεφύγει από τη λογική των πεπατημένων επιχορηγήσεων σε θιασάρχες, «γνωστούς» και «κολλητούς» υπουργών και πολιτικών και στρεφόμενο στη στήριξη θεατρικών σκηνών με ουσιαστικό και ποιοτικό έργο έδειξε ότι άρχισε να ταράζει τα νερά. Επίσης σημαντικές ήταν οι επιχορηγήσεις προς νέους θιάσους. Οι θίασοι αυτοί έχοντας αυξημένα οικονομικά προβλήματα κυρίως στο ζήτημα της στέγης, κατόρθωναν να ξεφεύγουν από τις υπενοικιάσεις αιθουσών οι οποίες ανήκαν σε συγκεκριμένους πάντα θιασάρχες. Ήταν λογικό οι θιασάρχες αυτοί, οι οποίοι οικονομικά ενισχύονταν για τις δικές τους παραγωγές όσο και για τις αίθουσες τις οποίες έδιναν, να αντιδράσουν.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι στην αιτίαση του υπουργού για τα υψηλά πάγια λειτουργικά έξοδα του Κέντρου τα οποία άγγιζαν, σύμφωνα με δήλωσή του, το 1,5 εκατομμύριο ευρώ, είχε ήδη προταθεί πρόγραμμα σημαντικής μείωσης των δαπανών αυτών το οποίο δεν μπήκε στη διαδικασία να το μελετήσει.
Τα δυσάρεστα όμως δεν εξαντλούνται στο ΕΚΕΘΕΧ. Ήδη τα μηνύματα έχουν σταλεί και προς την Εθνική Λυρική Σκηνή. Δεν είναι τυχαίο ότι φέτος ανέβηκαν παραστάσεις από τις εφεδρείες παρελθόντων χρόνων ακριβώς για λόγους οικονομίας. Μάλιστα πληροφορίες αναφέρουν ότι κατά τη διάρκεια συνάντησης που είχε ο Γ. Χουβαρδάς, διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου με τον κ. Γερουλάνο, στην οποία του ανέφερε το οικονομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Εθνική Σκηνή εισέπραξε ως απάντηση «Αν δεν τα βγάζει πέρα, να κλείσει».
Είναι φανερό ότι το επόμενο χρονικό διάστημα με τη χώρα μας υπό την ομηρία του ΔΝΤ, με τον νεοφιλελευθερισμό να επελαύνει και τα εργασιακά όσο και ασφαλιστικά δικαιώματα να δέχονται μια πρωτόγνωρη επίθεση, ο χώρος του πολιτισμού δεν θα μείνει απέξω.
Όμως δεν γνωρίζουμε εάν ο πολιτισμός κοστίζει ακριβά, ξέρουμε όμως ότι η έλλειψή του κοστίζει πανάκριβα.
Διαβάστε περισσότερα!