Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΙΣ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΕΣ ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ

Η σφοδρή καταιγίδα η οποία σαρώνει εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, ξεπουλά δημόσια γη και περιουσία, φτωχοποιεί μεγάλες ομάδες του πληθυσμού και εκχωρεί εθνική κυριαρχία, δεν θα μπορούσε να αφήσει έξω το χώρο του πολιτισμού. Για πάνω από ένα χρόνο το θέατρο δέχεται ανελέητη επίθεση εξαιτίας του μνημονίου. Υποδομές, θεσμοί, ανθρώπινο δυναμικό «αναδιαρθρώνονται» εξαιτίας των νέων οικονομικών μέτρων μέσα στο πλαίσιο των πιέσεων που δέχεται ο πολιτισμός γενικότερα.

Οι πρώτες επιπτώσεις είναι ήδη γεγονός. Θέατρα, όπως μεταξύ άλλων το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου, αδυνατώντας να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους, κλείνουν. Άλλα όπως τα κρατικά, αντιδρούν στην υπαγωγή τους στο ν. 3899/10, σε καθεστώς ΔΕΚΟ δηλαδή, λες και η ευθύνη του κράτους έναντι του πολιτισμού εντάσσεται σε ένα γενικότερο και έμμεσο πλαίσιο. Ορχήστρες όπως η ιστορική Ορχήστρα των Χρωμάτων βρίσκονται στα πρόθυρα διάλυσης, λόγω των ανύπαρκτων επιχορηγήσεων άσχετα εάν για τη συγκεκριμένη ανακοινώθηκε ότι το Υπουργείο Πολιτισμού θα την διασώσει εντάσσοντάς την στα μουσικά σύνολα της ΕΡΤ. Μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι υπολειτουργούν εν μέσω τουριστικής περιόδου μιας και το προσωπικό λειτουργίας και φύλαξης δεν επαρκεί. Ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός, πολιτισμός ηλικίας δυόμισι χιλιάδων ετών καίγεται ως θυμίαμα στο βωμό του ΔΝΤ.

Το θέατρο δεν θα μπορούσε να μείνει ανέγγιχτο στη συνολικότερη απομείωση που παρατηρείται στις μέρες μας. Συντελεστές και φορείς γίνονται δέκτες της νέας οικονομικής πραγματικότητας, προσπαθώντας να αντιδράσουν σε ώτα μη ακουόντων. Αξίζει να αναφέρουμε τρεις περιπτώσεις, οι οποίες δεν είναι οι μόνες, είναι όμως από τις πλέον χαρακτηριστικές όσο και σημαντικές στο χώρο του θεάτρου. Και εννοούμε την περίπτωση των θεατρικών επιχορηγήσεων, του Ελληνικού Κέντρου Θεάτρου και Χορού (ΕΚΕΘΕΧ), και αυτή του Κέντρου Μελέτης και Έρευνας του Νεοελληνικού Θεάτρου – Θεατρικού Μουσείου.

Α. Για τις θεατρικές επιχορηγήσεις.

Ο θεσμός των χορηγιών είναι τόσο παλιός όσο και το ίδιο το θέατρο. Στην αρχαία Αθήνα ο τίτλος του χορηγού ήταν τίτλος τιμής και ευθύνης. Ήταν δε υποχρεωτικός για τους επιφανείς αθηναίους οι οποίοι ανυπομονούσαν για την ανάληψη της συγκεκριμένης τιμής. Φτάνει μάλιστα μέχρι τις μέρες μας, όχι βέβαια με την μορφή που υπήρχε στα χρόνια του Αισχύλου, μια και τις χορηγίες εν είδει φορολογικών ελαφρύνσεων αναλαμβάνουν τις περισσότερες φορές (και βέβαια όχι όλες) πολυεθνικές εταιρείες. Μπορούμε όμως να διακρίνουμε αναλογική αντιστοιχία στις παραδόσεις του λαού μας όπως π.χ. στο θεσμό του πανηγυρτζή κατά τον οποίο κάποιοι από το εκκλησίασμα φιλοξενούν για ένα χρόνο την εικόνα του αγίου ή της αγίας στο σπίτι τους, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της τέλεσης του ετήσιου πανηγυριού που γίνεται προς τιμήν του/της.
Αυτός καθαυτός ο θεσμός της επιχορήγησης, έχει ξεσηκώσει ακόμη και στο πρόσφατο παρελθόν πλείστες όσες αντιδράσεις λόγω της αδιαφάνειάς του. Έτσι εσχάτως το Υπουργείο Πολιτισμού έβαλε χέρι στις επιχορηγήσεις που κατευθύνονται στις θεατρικές σκηνές αναδιαρθρώνοντάς τες. Μέσω αλχημειών λοιπόν και ενώ μέχρι τώρα οι επιχορηγήσεις αυτές χορηγούντο για την τρέχουσα περίοδο, αποφάσισε από τούδε και ύστερα να εντάσσονται στον προϋπολογισμό της ερχόμενης χρονιάς, αφήνοντας στον αέρα δεκάδες θέατρα τα οποία περίμεναν την φετινή οικονομική ενίσχυση ως μέσον ακόμη και επιβίωσης. Μάλιστα δημιούργησε τρεις κατηγορίες επιχορηγούμενων θιάσων ανάλογα με τα χρόνια παρουσίας του κάθε ένα από αυτούς δημιουργώντας διακρίσεις ανάμεσα σε παλιούς και νέους θιάσους. Οι συγκεκριμένες ενισχύσεις προφανώς και δεν μπορούν να χορηγούνται ( όπως γινόταν μέχρι σήμερα) με βάση τις δημόσιες σχέσεις ή τις προσβάσεις στο Υπουργείο Πολιτισμού ή σε πολιτικούς παράγοντες. Θα έπρεπε όμως να εντάσσονται σε μια γενικότερη άποψη για τα θεατρικά δρώμενα με μια ιδιαίτερη προτίμηση στο πρωτοποριακό, ερευνητικό, πειραματικό θέατρο ή ακόμη καλύτερα σε μορφές θεάτρου που τείνουν να εξαφανιστούν όπως είναι π.χ. ο Καραγκιόζης. Όλα αυτά βέβαια μέσα από διαφανείς διαδικασίες και με βάση κριτήρια ποιότητας και αξιολόγησης, ενταγμένα σε ένα θεατρικό οραματισμό. Πλέον τα υποψήφια για επιχορήγηση σχήματα θα εγγράφονται σε μητρώο πολιτιστικών φορέων μέσω ιστοσελίδας του Υπουργείου όπου και θα ενημερώνουν για τη διεύθυνση, τα μέλη, τους εργαζόμενους, τους εθελοντές, τη δράση και τα οικονομικά στοιχεία τους και στη συνέχεια θα αξιολογούνται, ευελπιστούμε, με τη σωστή χρήση του όρου.

Β. Για το Ελληνικό Κέντρο Θεάτρου και Χορού.

Το ΕΚΕΘΕΧ υπήρξε μια απόπειρα, σύντομη και περιπετειώδης, κατά την οποία ο χώρος του θεάτρου και του χορού θα αποκτούσε το δικό του αυτόνομο κρατικό φορέα ενταγμένο βέβαια μέσα στο Υπουργείο Πολιτισμού, ο οποίος θα αναλάμβανε τη διαχείριση ζητημάτων όπως είναι η διάθεση των κρατικών επιχορηγήσεων. Ύστερα από απίστευτες παλινωδίες και ενώ γίναμε μάρτυρες ανταλλαγής καταγγελιών, διαξιφισμών και επιστολών, ενίοτε και υβριστικών, ανάμεσα στους συντελεστές του, οδηγήθηκε σε μια σταδιακή απαξίωση η οποία κατέληξε και στη διάλυσή του. Ελλείψει ενός συνολικότερου οράματος για την ανάδειξη της σύγχρονης ελληνικής θεατρικής πραγματικότητας, οι αποφάσεις καθορίζονται από μια διαχειριστική λογική, κάποιες φορές και από μία λογική αποποίησης ευθυνών. Έτσι ο υπουργός Πολιτισμού Κ. Γερουλάνος αποφάσισε να κλείσει το ΕΚΕΘΕΧ αφού «οι λειτουργικές του δαπάνες είναι περισσότερες από το ποσό που διατίθεται στο θέατρο …… Δεν είναι χρήσιμο να ξοδεύουμε 1,5 εκατομμύρια ευρώ για να μοιράσουμε 4 εκατομμύρια». Βέβαια ένα χρόνο μετά το καταργημένο ΕΚΕΘΕΧ εξακολουθεί να υφίσταται ως κουφάρι, άδειο από αρμοδιότητες και δραστηριότητες με το ελληνικό κράτος να πληρώνει ενοίκια, λειτουργικά έξοδα ακόμα και μισθούς για ένα οργανισμό που δεν λειτουργεί!!! Άδοξο τέλος για μια φιλόδοξη προσπάθεια, ενταγμένο εντέλει σε μια κυβερνητική φιλοσοφία οικονομικής ανταπόδοσης. Δει δη χρημάτων ή έλλειψη οραματισμού;

Γ. Θεατρικό Μουσείο.

Το 1938 η εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων προχώρησε στην ίδρυση του Θεατρικού Μουσείου με έφορό του τον ιστορικό του ελληνικού θεάτρου Γιάννη Σιδέρη. Το συγκεκριμένο μουσείο είναι μοναδικό όχι μόνο στον ελληνικό χώρο αλλά και σε ολόκληρα τα Βαλκάνια. Το αρχείο του περιλαμβάνει δεκάδες χιλιάδες προγράμματα θεατρικών έργων, φωτογραφίες από παραστάσεις, βιβλία,περιοδικά και άλλο έντυπο υλικό, εκατοντάδες παραστάσεις βιντεογραφημένες και ηχογραφημένες καθώς και μία σειρά από κοστούμια, μακέτες και άλλων υλικών που αφορούν στο θέατρο. Ξεκινώντας από το 1880, φιλοξενεί την ιστορία τριών αιώνων νεοελληνικού θεάτρου. Ούτε κι αυτό όμως μπόρεσε να μείνει αλώβητο στον καιρό του ΔΝΤ. Παρότι τα λειτουργικά έξοδα κυμαίνονταν σε απολύτως λογικά πλαίσια για ένα μουσείο τέτοιας εμβέλειας, εντούτοις το Υπουργείο αρνήθηκε να αναλάβει το κόστος συντήρησης και λειτουργίας του. Ακόμη χειρότερα, δεν μπήκε καν στη λογική να προσπαθήσει να βρει άλλους τρόπους χρηματοδότησής του, ούτε καν να αναλάβει μια εκστρατεία οικονομικής ενίσχυσής του. Φτάνοντας ένα βήμα πριν από το οριστικό κλείσιμό του, πρότεινε την ένταξή του σε κάποιο άλλο φορέα, ενδεικτικά αναφέρθηκε το Εθνικό Θέατρο, η Λυρική Σκηνή ή το Μέγαρο Μουσικής (ακόμη μία φορά παρόν το Μέγαρο) εκχωρώντας ουσιαστικά την πολιτιστική του περιουσία σε τρίτους. Ακόμα και αυτή η έσχατη λύση θα μπορούσε να συζητηθεί. Πρόσφατα όμως ανακοινώθηκε ότι δεν βρέθηκε η νομική φόρμουλα απορρόφησης ή υιοθεσίας του οδηγώντας το ουσιαστικά στο κλείσιμο. Μένει να δούμε τις τελικές αποφάσεις για το ζήτημα με τα μέλη του Δ.Σ. του Μουσείου να είναι απογοητευμένα για το μέλλον του.

Στην εισαγωγή αυτού του κειμένου περιγράφηκε η ζοφερή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας. Η επένδυση στον πολιτισμό όμως είναι επένδυση στην ιστορία, στην κληρονομιά, την ταυτότητα και στο όραμα που χρειάζεται αυτός ο τόπος. Η λογική της οικονομικής ανταπόδοσης, η λογική δηλαδή του ότι δεν βγάζει τα έξοδά του (θεατρικές σκηνές, φορείς, οργανισμοί), ας κλείσει δεν είναι λογική πολιτιστικού προτάγματος. Μήπως όμως εντέλει είναι αυτό που μας λείπει;

Δεν υπάρχουν σχόλια: