Μέσα από τη σύγχυση της 6ης Μαΐου, αναδείχτηκε στο προσκήνιο της ελληνικής πολιτικής ζωής το φαινόμενο μιας συμμορίας που μεταβλήθηκε με αστραπιαία ταχύτητα σε ναζιστική απειλή. Αρχικώς, πολλοί πίστεψαν πως επρόκειτο απλά για μια αντισυστημική ψήφο αγανάκτησης και ότι σύντομα το κύμα θα καταλάγιαζε. Ωστόσο, οι έξι βδομάδες που πέρασαν κατέδειξαν πως έχουμε να κάνουμε –δυστυχώς– με κάτι βαθύτερο και μονιμότερο. Την εμφάνιση ίσως, για πρώτη φορά στην ιστορία μας, ενός μαζικού φασιστικού φαινομένου, το οποίο, στην περίπτωση που η κρίση στην Ελλάδα βαθύνει, μπορεί να λάβει ακόμα πιο επικίνδυνες διαστάσεις.
Σε αυτές τις έξι εβδομάδες, οι ναζιστικές συμμορίες επιδόθηκαν σε δεκάδες ρατσιστικές επιθέσεις ενάντια σε μετανάστες, με αποκορύφωμα την επίθεση στους Αιγύπτιους νόμιμους μετανάστες, ψαράδες του Περάματος. Παράλληλα, οι ναζί, ακολουθώντας την τακτική του Γκέμπελς, επειδή έβλεπαν πως κινδύνευαν να χάσουν ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων της 6ης Μαΐου, οργάνωσαν τα επικοινωνιακά «επεισόδια» στις τηλεοράσεις και στις δημόσιες εκδηλώσεις τους. Ο Κασιδιάρης μπορεί να είναι ψυχοπαθής αλλά το επεισόδιο στον Αντένα ήταν ηθελημένο, έτσι ώστε να ανεβάσει τους τόνους ενάντια στο «σύστημα» και τα «κομμούνια».
Έτερο ανδράποδο, ονόματι Παναγιώταρος, απειλεί πως οι χρυσαυγίτες θα μπουν στη Βουλή για να δείρουν και θα μπουκάρουν στους παιδικούς σταθμούς για να διώξουν τα παιδιά των μεταναστών. Η Χ.Α., αντί να ακολουθήσει μετά τις εκλογές τη στρατηγική του «κατευνασμού», όπως πίστευαν πολλοί, σύμφωνα με την πεπατημένη του ΛΑΟΣ, ακολούθησε την ακριβώς αντίθετη στρατηγική, της έντασης. Και οι συνθήκες στην Ελλάδα είναι κατάλληλες για κάτι τέτοιο.
Α) Το πρωταρχικό στοιχείο είναι ότι καταρρέει το κοινωνικό κράτος –έστω και αυτό που υπήρχε–, η εργασία και το εισόδημα ευρύτατων κοινωνικών κατηγοριών. Και αυτή έγινε με βίαιο και καταιγιστικό τρόπο, όχι μέσα από μια έστω σταδιακή μετάβαση σε συνθήκες κρίσης, αλλά και με καθοριστική την ευθύνη του πολιτικού συστήματος. Το γεγονός δηλαδή ότι η κρίση του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου δεν επήλθε μέσα από τους μηχανισμούς της «οικονομίας», ως κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά ως άμεση συνέπεια των πολιτικών ενεργειών ενός απαξιωμένου και κλεπτοκρατικού πολιτικού συστήματος. Κατά συνέπεια, η απόρριψη των ελίτ πήρε τα χαρακτηριστικά μιας μαζικής αντιπολιτικής συμπεριφοράς. Έτσι, ακόμα και οι πολιτικοί της αριστεράς –ιδιαίτερα όσοι αποτελούν κομμάτι του επικοινωνιακού συστήματος, όπως η Κανέλλη– θεωρήθηκαν μέρος των «πολιτικών». Είναι εντυπωσιακά τα σχόλια λαϊκών ανθρώπων που επικροτούσαν τον Κασσιδιάρη και ταυτόχρονα δήλωναν πως θα ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ για «να φύγουν οι μνημονιακοί».
Β) Παράλληλα, η εθνική ταπείνωση, στην οποία μας υπέβαλαν οι «εταίροι» μας, και η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίσει, εδώ και τριάντα οκτώ χρόνια μετά την εισβολή στην Κύπρο, τον τουρκικό επεκτατισμό, έχουν δημιουργήσει μια βαθιά υποδόρια πληγή στην εθνική αξιοπρέπεια και περηφάνια των Ελλήνων. Το γεγονός ότι όλα τα πολιτικά κόμματα αποδείχθηκαν ανίσχυρα και ανίκανα να αντιμετωπίσουν τη διολίσθηση, αρχικώς, και τη δραματική καταρράκωση σήμερα της διεθνούς θέσης της χώρας, αποτελεί μία δεύτερη και βασική πηγή των αντισυστημικών αισθημάτων που τροφοδοτούν το φασιστικό φαινόμενο.
Γ) Αν τα δύο προηγούμενα συνδυαστούν με τη διόγκωση του μεταναστευτικού, με τις τραγικές συνέπειες που έχει, ιδιαίτερα στις υποβαθμισμένες περιοχές του κέντρου των μεγάλων πόλεων, τότε συμπληρώνεται η τριάδα των αιτιών που εκτόξευσαν μια συμμορία νεαντερντάλιων στο κέντρο της πολιτικής σκηνής. Ιδιαίτερα το μεταναστευτικό αποτελεί ιδανική πηγή ενίσχυσης των ναζί, διότι στοχοποιεί, ως υπεύθυνο, όχι το κεφάλαιο και το πολιτικό σύστημα, που χρησιμοποίησε τους μετανάστες ως όχημα για τη μείωση του κόστους εργασίας και την αύξηση της μαύρης εργασίας, αλλά τους ίδιους τους μετανάστες, και μάλιστα τους πιο ανυπεράσπιστους απ’ αυτούς. Πράγματι, οι χρυσαυγίτες δεν τα βάζουν με τις οργανωμένες συμμορίες των Αλβανών κακοποιών ή των Νιγηριανών διακινητών, αλλά με τους «εύκολους» αντιπάλους, όπως συνέβη με τη ρατσιστική επίθεση στο Πέραμα.
Δ) Η Χ.Α., μετά την ουσιαστική κατάρρευση του ΛΑΟΣ, συγκεντρώνει και όλα τα υπολείμματα των παλιών ακροδεξιών ομάδων και των χουντικών, βασιλικών κ.ά., που είχαν βρεθεί στο περιθώριο της πολιτικής ζωής, σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, και τρέφουν ένα βαθύτατο μίσος για τη δημοκρατία. Γι ’αυτό και ο Μιχαλολιάκος απευθύνεται πλέον και στους νοσταλγούς της χούντας, αναλαμβάνοντας την κληρονομιά του Παπαδόπουλου.
Το ερώτημα που τίθεται συχνά και προκαλεί πληθώρα αντιπαραθέσεων είναι το «ποιος ευθύνεται» για την άνοδο της Χ.Α.
Η αριστερά επικρίνει τη δεξιά και το ΠΑΣΟΚ ότι, με την πολιτική της, της «επικέντρωσης» στα προβλήματα της λαθρομετανάστευσης και της εγκληματικότητας, «ανοίγει τον δρόμο» για την ανάδυση της Χ.Α. Είναι όμως έτσι; Ή, αντίθετα, όλες οι πολιτικές δυνάμεις, η καθεμιά για τους δικούς της λόγους, υποβάθμιζε και υποτιμούσε το ζήτημα της μετανάστευσης και τις αλλαγές που επέφερε στην ελληνική οικονομία και κοινωνία; Πιστεύω πως το δεύτερο είναι εκείνο που συνέβαινε και γι’ αυτό η ανάδυση της Χρυσής Αυγής υπήρξε τόσο σαρωτική και βίαιη.
Η πολιτική των νεοφιλελεύθερων και του κεφαλαίου, η πολιτική της κυβέρνησης Σημίτη, να χρησιμοποιήσουν μαζικά τους μετανάστες, και κατ’ εξοχήν τους λαθρομετανάστες, χωρίς χαρτιά και κοινωνικές ασφαλίσεις, ως φθηνό κρέας για τη μείωση του πληθωρισμού και τη μείωση του κόστους εργασίας, δημιούργησε μία κυριολεκτική εργασιακή ζούγκλα στην οικοδομή και τα εργοστάσια, ενώ μετέβαλε συχνά σε κόλαση τους χώρους κατοικίας στις λαϊκές γειτονιές των μεγάλων πόλεων, και προφανώς εκτίναξε την εγκληματικότητα και την ανασφάλεια. Το γεγονός, μάλιστα, ότι η αριστερά αδιαφορούσε ή και υπερθεμάτιζε, μαζί με τους νεοφιλελεύθερους, στη λογική των ανοικτών συνόρων, δημιούργησε το κατάλληλο έδαφος για να στραφούν οι συνοικίες του κέντρου ιδιαίτερα και ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων απ’ όλες τις λαϊκές γειτονιές προς τα δεξιά του πολιτικού φάσματος, ταυτίζοντας την αριστερά με την άκριτη πολιτική υπεράσπισης της λαθρομετανάστευσης.
Η απουσία της αριστεράς από μια συζήτηση για την τιθάσευση της λαθρομετανάστευσης και τη συνολική αντιμετώπιση του μεταναστευτικού είχε τραγικά αποτελέσματα, διότι επέτρεψε στις φυλετιστικές φασιστικές αντιλήψεις να κυριαρχήσουν, προβάλλοντας όχι πλέον την αντίθεση προς εκείνους που προωθούν και οργανώνουν την λαθρομετανάστευση (τους Τούρκους που τους σπρώχνουν στην Ελλάδα, τους διακινητές, τους επιχειρηματίες που τους χρησιμοποιούν και τους εκμεταλλεύονται) αλλά ενάντια στους ίδιους τους μετανάστες ως άτομα. Διότι η παρέμβαση της αριστεράς στο μεταναστευτικό θα επέτρεπε τόσο την αποφασιστική αντιμετώπιση του φαινομένου, όσο και την ανθρωπιστική συμπεριφορά απέναντι στους μετανάστες.
Η απουσία της Αριστεράς από τη συζήτηση για το μεταναστευτικό και, κυρίως, η ενοχοποίηση όποιων τολμούσαν να το θέσουν ως σημαντικό ζήτημα, ευθύνονται εν μέρει για την ανάπτυξη των ναζιστικών ομάδων, παράλληλα με τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική της εκμετάλλευσης της μαύρης εργασίας. Το φαινόμενο της λαθρομετανάστευσης και οι συνέπειές της είναι μια πραγματικότητα και δεν αποτελούν εφεύρημα κάποιας πολιτικής δύναμης.
Από την ιδεολογική προετοιμασία στον ναζιστικό ακτιβισμό
Εξ άλλου, αν παρακολουθήσουμε την ανάπτυξη του φασιστικού φαινομένου στην Ελλάδα, από τη δεκαετία του 1980, θα διαπιστώσουμε πως είναι μάλλον σταθερή και πέρασε από αρκετές φάσεις. Στη δεκαετία του 1970, ο ακροδεξιός χώρος κυριαρχείται από τα χουντικά υπολείμματα, εκφράζεται συχνά από βασιλικά κόμματα ή παραδοσιακά ακροδεξιά βασιλικά σχήματα (ΕΠΕΝ, Εθνική παράταξη). Οι λίγες ακραίες ναζιστικές ομάδες (όπως ο Καλέντζης κ.ά.) δεν μπορούν να αντισταθούν στο ανερχόμενο κύμα της μεταπολιτευτικής αριστεράς και κεντροαριστεράς (ΠΑΣΟΚ) και, εξάλλου, το γεγονός ότι η χούντα υπήρξε υπεύθυνη για την εθνική καταστροφή της Κύπρου είχε απομονώσει ολοκληρωτικά τους ακροδεξιούς και τους χουντικούς. Επιβιώνουν για ένα διάστημα αλλά, σύντομα, στη δεκαετία του ’80, θα εξαφανιστούν.
Έτσι, οι φασίστες αρχίζουν μια μακριά πορεία ιδεολογικής ανασυγκρότησης, με επικεφαλής τον Πλεύρη και την επικέντρωση στην ιστορία και κατ’ εξοχήν την αρχαία Ελλάδα. Οι φασίστες επιχειρούν να ανασυστήσουν μια ελληνοκεντρική ιδεολογική βάση, που θα τους επιτρέψει να βγουν και πάλι στο προσκήνιο. Σε περιοδικά, όπως ο Δαυλός και δεκάδες άλλα, καλλιεργείται ένας φυλετικός αρχαιολατρικός ελληνοκεντρισμός, που θα επιτρέψει την «ανανέωση» του χώρου – σε αντίθεση μάλιστα με μια άλλη «αριστερή» αρχαιολατρία, επικεντρωμένη στην Αθήνα και την άμεση δημοκρατία. Το σπαρτιατικό πρότυπο προβάλλεται ως το ιδεώδες που θα αποκαταστήσει έναν ελληνισμό σε κρίση. Και ήδη το ζήτημα της μετανάστευσης, από τη δεκαετία του 1990, αποτελεί ένα από τα κομβικά σημεία της ιδεολογίας αυτού του χώρου, την οποία, εξάλλου, η αναφορά στο φυλετικό στάδιο του ελληνισμού, δηλαδή την αρχαία Ελλάδα και κατ’ εξοχήν την Σπάρτη, μπορούσε να τροφοδοτεί αφειδώς. Οι σφοδρές αντιπαραθέσεις των «αρχαιολατρών» με την Ορθοδοξία κατέληγαν πάντα σε καταγγελία του «εβραϊκού χριστιανισμού», και έρχονταν να συναντηθούν τόσο με τη γενικευμένη δυσπιστία των Ελλήνων έναντι των Εβραίων, όσο και με το ναζιστικό μίσος κατά των Εβραίων.
Και ενώ το φαινόμενο αυτό έκανε θραύση, επί δύο δεκαετίες τουλάχιστον, η κατεστημένη αριστερή διανόηση, κατ’ εξοχήν μηδενιστική, αγνοούσε παντελώς το τι συνέβαινε στις λαϊκές τάξεις και στρώματα, κλεισμένη στον γυάλινο πύργο των πανεπιστημίων, των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και των ενθέτων των εφημερίδων μεγάλης κυκλοφορίας. Και όμως, την ίδια στιγμή, η αρχαιολατρία μετεξελισσόταν σε ουφολογία και φυσιογνωμίες όπως ο Λιακόπουλος, ο Βελόπουλος, ο Γεωργιάδης, αναδείχθηκαν μέσα από τις «περιθωριακές» τηλεοράσεις και έντυπα, που περιφρονούσαν οι κύριοι και οι κυρίες που κινούνταν ανάμεσα στο Κολωνάκι, το Γκάζι και το Μεγάλο Κανάλι. Καθόλου τυχαία, το μόνο περιοδικό, που υπέβαλε σε συστηματική κριτική το φαινόμενο της αρχαιολατρίας, υποδεικνύοντας τις στενές του σχέσεις με τον ναζιστικό φυλετισμό και την ανάδυση του γερμανικού ναζισμού στη δεκαετία του 1920, ήταν το Άρδην (Βλέπε τα δύο σχετικά αφιερώματα του Άρδην).
Αυτή η φάση, της ιδεολογικής «προετοιμασίας», ολοκληρώνεται γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν το ΛΑΟΣ συγκροτείται ως ο χώρος που έχει ενσωματώσει ένα μεγάλο μέρος αυτού του νέου δυναμικού. Ο Άδωνις Γεωργιάδης, ο Θανάσης Πλεύρης, ο Κυριάκος Βελόπουλος αποτελούν τη «συνεισφορά» του αρχαιολατρικού χώρου στον υπό διαμόρφωση ακροδεξιό πόλο του ΛΑΟΣ, που, στη συγκυρία της σύγκρουσης κράτους και εκκλησίας, επιχειρεί να πραγματοποιήσει μια σύνθεση ανάμεσα σε μία μερίδα αρχαιολατρών και τη Δεξιά της Ορθοδοξίας. Προς στιγμήν, μάλιστα, φάνηκε πως το ΛΑΟΣ είχε κερδίσει στην εσωτερική αντιπαράθεση, έχοντας ενσωματώσει ένα μεγάλο κομμάτι του δυναμικού των φασιστικών και ακροδεξιών ομάδων. Η Χ.Α. φαινόταν μάλλον περιθωριοποιημένη και έμοιαζε περισσότερο σαν μια ναζιστική ακτιβιστική ομάδα που εξυμνούσε ανοικτά τον Χίτλερ και τους Γερμανούς.
Ωστόσο, το ΛΑΟΣ απεδείχθη ανεπαρκές ως φορέας του φασιστικού φαινομένου. Έμεινε περισσότερο εγκλωβισμένο σε μια παραδοσιακή δεξιά λογική, ενώ η συμμετοχή του στα «μεγάλα σαλόνια» της πολιτικής το απέκοψε απ’ τον ακτιβισμό των φασιστικών γκρουπούσκουλων. Είχε αρχίσει μια διαδικασία αποδυνάμωσής του, που ολοκληρώθηκε με την προσχώρησή του στο μνημονιακό στρατόπεδο και την υπουργοποίηση δύο πρώην ακροδεξιών στελεχών του, του Άδωνι Γεωργιάδη και του Μάκη Βορίδη. Μέσα στο κλίμα της μνημονιακής θύελλας και της κοινωνικής αποσύνθεσης των λαϊκών στρωμάτων, είχε έρθει η ώρα της Χ.Α., που παρέμενε αγκιστρωμένη στις φασιστικές αντιλήψεις, την καλλιέργεια του φυλετισμού και διατηρούσε την επαφή με τις λαϊκές γειτονιές και τα λαϊκά στρώματα. Στις δημοτικές εκλογές του 2010, θα μπει στο Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας και, το 2012, πανηγυρικά, στο Εθνικό Κοινοβούλιο. Από μια φασίζουσα ακροδεξιά είχαμε περάσει, μέσα στις συνθήκες της κρίσης όλων των ενδιάμεσων πολιτικών μορφών, σε ένα ναζιστικό κόμμα.
Ποιος μπορεί να αντιμετωπίσει το ναζιστικό φαινόμενο;
Η ιδεολογική και πολιτική αντιμετώπιση της Χ. Α. μπορεί να γίνει μόνο από δυνάμεις που είναι αντισυστημικές, πατριωτικές και λαϊκές, δυνάμεις που αναγνωρίζουν την προτεραιότητα των εθνικών ζητημάτων και επομένως μπορούν να αφαιρέσουν το έδαφος κάτω από τα πόδια των ναζί, υπενθυμίζοντας πως η διαδρομή του φασισμού στην Ελλάδα, ακριβώς γιατί δεν είμαστε μια ισχυρή ιμπεριαλιστική χώρα αλλά μια εξαρτημένη αποικιοκρατούμενη χώρα, δεν μπορεί παρά να είναι υποτελής και δεμένη με την εθνική προδοσία. Στην Κατοχή, ακριβώς επειδή η Αριστερά ανέλαβε το πατριωτικό καθήκον του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, η άκρα δεξιά έμεινε στο περιθώριο ή μεταβλήθηκε σε λεγεωνάριους του κατακτητών.
Γι’ αυτό και ο μεγάλος φόβος της φασιστικής ακροδεξιάς είναι η ανάδειξη μιας πατριωτικής εναλλακτικής δημοκρατικής πρότασης, που θα αφαιρούσε το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Η Χ.Α. προτιμά να αντιμετωπίζει μια εθνομηδενιστική Αριστερά και έτσι να παρασύρει μαζί της ένα σημαντικό κομμάτι των λαϊκών στρωμάτων.
Η διαδικασία δεν έχει ακόμα παγιωθεί και πρέπει εμείς να αρχίσουμε έναν συστηματικό πόλεμο ενάντια στην ιδεολογία και πρακτική των εγχώριων ναζήδων. Σε αυτά τα πλαίσια, το Άρδην θα επιμείνει στη συστηματική εξέταση και αποκάλυψη του χαρακτήρα της Χ.Α., πραγματοποιώντας και ένα σχετικό αφιέρωμα στο αμέσως επόμενο τεύχος του περιοδικού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου