Τρίτη 29 Αυγούστου 2017

«Δύο άκρα» ή μια, δυστυχώς κυρίαρχη, ολοκληρωτική παράδοση;

του Γιώργου Ρακκά
(από τον ιστότοπο του Άρδην)

Αναζωπυρώθηκε, μετά την απόφαση Κοντονή για την αποχή της Ελλάδας από το διαβόητο συνέδριο των Εσθονών για την ταύτιση του ναζισμού με τον σοβιετισμό, η συζήτηση για τα «δύο άκρα». Ταυτόχρονα, η παγκόσμια σκηνή έμεινε αποσβολωμένη παρακολουθώντας μια φονική σύγκρουση αντιφά και φασιστών, στο Σάρλοτσβιλ των ΗΠΑ, όπου η εκλογή Τραμπ έχει πυροδοτήσει αυτήν την αντιπαράθεση σε ένταση μάλλον άγνωστη για την πρόσφατη ιστορία της αμερικάνικης κοινωνίας.


Κάτι συμβαίνει· δεν είναι μόνο οι έωλες διαιρετικές τομές του παρελθόντος που ανακαινίζονται σήμερα ώστε να καλύψουν το έλλειμμα οράματος και διεξόδων που χαρακτηρίζει την τρέχουσα πολιτική. Καθώς η παγκοσμιοποίηση βυθίζεται σε κρίση, οι αντιθέσεις της παροξύνονται, τροφοδοτούν συγκρούσεις, που εκφράζονται με την γλώσσα του «παλιού», δηλαδή του πολιτικο-ιδεολογικού σύμπαντος που θα κυριαρχήσει μέσα στον 20ό αιώνα. Παρατηρώντας, όμως, τις περιπέτειές του από τον εξώστη του χαοτικού 21ου, τον οποίον μας κληροδότησε, αντιλαμβανόμαστε πολύ καλά ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες πλέον δεν διαθέτουν την πολυτέλεια να επιδίδονται σε τέτοιες νεκραναστάσεις. Το τίμημα θα είναι βαρύ. Ιδίως, για την δικιά μας την χώρα, η οποία ακόμα αρνείται να μετρήσει τις πληγές που της άφησαν οι συγκρούσεις των «μεγάλων αφηγήσεων» του χτες, αδυνατώντας να αντιληφθεί ότι τραγωδία, για αυτήν, υπήρξε ο ίδιος ο εμφύλιος, ότι το πρόβλημα δεν αφορούσε στο ποιός θα επικρατήσει αλλά στο ότι έγινε, πράγμα που εξ αρχής απέτρεψε οποιαδήποτε σοβαρή προοπτική χειραφέτησης του ελληνικού λαού, και τον καταδίκσε σε μια νέα δουλεία, την ίδια στιγμή που είχε βγει ως ο μεγάλος ηθικός νικητής του πολέμου που μόλις τότε είχε λήξει.
Γι’ αυτό, έστω και με αφορμή την συμπλήρωση 100 χρόνων από την Οκτωβριανή Επανάσταση, θα πρέπει να κάνουμε μια σοβαρή συζήτηση για το πολιτικό αποτύπωμα του αιώνα τον οποίον αφήνουμε πίσω μας. Και, ως προς αυτό, η θεωρία των «δύο άκρων» αποτελεί την χειρότερη δυνατή αρχή, γιατί ακριβώς φτιάχτηκε για να αποτελεί προπαγανδιστικό κατασκεύασμα και όχι μια σοβαρή τοποθέτηση αποτίμησης. Καλούμαστε, εδώ, να αξιολογήσουμε ιστορικές πραγματικότητες, και όχι να προβάλουμε επάνω τους τις θεωρητικοποιήσεις μας: Και ως προς αυτό, η συσχέτιση καπιταλισμού, σοσιαλισμού και φασισμού δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα θεωρητικό σχήμα του κέντρου με τα άκρα.
Τόσο ο κομμουνισμός όσο και ο φασισμός/ναζισμός προέκυψαν ως «απόπειρες απάντησης» στην ασύδοτη επέκταση του καπιταλισμού και της αποικιοκρατίας κατά την περίοδο 1871-1914/17: την «λεγόμενη Πρώτη παγκοσμιοποίηση», που, κατά την ανάλυση του Καρλ Πολάνυι, εγκαθίδρυσε τον ολοκληρωτισμό της αγοράς, καθυποτάσσοντας τις κοινωνίες στον μύλο της οικονομικής αναγκαιότητας, και που ταυτόχρονα, κατά την εμβριθή ανάλυση της Χάνα Άρεντ, είδε τους μηχανισμούς του ιμπεριαλισμού και του χρήματος να διασυνδέονται στενότερα όσο ποτέ – σ’ ένα αξεδιάλυτο κουβάρι κανονιοφόρων και τραπεζών. «Θα προσαρτούσα και τ’ αστέρια αν μπορούσα», έγραφε ο Σεσίλ Ρόουντς, ένας από τους πιο διαπρύσιους κήρυκες της βρετανικής αποικιοκρατίας, και ταυτόχρονα άνθρωπος-«ιδεότυπος» της εποχής του, επιχειρηματίας, κυβερνήτης αποικίας, διανοούμενος.
Αυτό το κρεσέντο οικονομικο-πολιτικής επέκτασης θα φέρει τα πάνω κάτω στις κοινωνίες της εποχής τους, καταστρέφοντας παγιωμένες ισορροπίες του βίου, παροξύνοντας τις κοινωνικές και εθνικές αντιθέσεις, προκαλώντας –αναλογικά– την μεγαλύτερη μέχρι στιγμής πλανητική μετακίνηση πληθυσμών στην ανθρώπινη ιστορία.
Δεν υπάρχει καμία διάσταση συμψηφισμών αν πούμε ότι τόσο το κομμουνιστικό κίνημα όσο και το φασιστικό/ναζιστικό κίνημα αναδύθηκαν αξιώνοντας να ξανακλείσουν το κουτί της Πανδώρας· θα ανοίξουν καινούργια, όμως, με διαφορετικό τρόπο, αν και οι δύο πήραν την μορφή καθεστώτων διαρκούς έκτακτης ανάγκης, πολιτικών δικτατοριών που ήθελαν να υποκαταστήσουν την σαρωτική παντοδυναμία της αγοράς με την ασφυκτική κυριαρχία του κράτους σε κάθε πτυχή της ατομικής και της κοινωνικής ζωής: Οι μεν προτάσσοντας τον εθνικιστικό σωβινισμό του άριου, οι δε τον ταξικό σωβινισμό του προλετάριου (ως ψευδώνυμο της κυρίαρχης γραφειοκρατίας), με τις διαφορετικές συνέπειες που φέρουν μέσα τους τα χαρακτηριστικά αυτών των «κεντρισμών»:
Η ναζιστική «έφοδος στον ουρανό»θα πασχίσει να επιβάλει την άρια εθνοφυλετική αποκλειστικότητα σε μια ολόκληρη ήπειρο, με την γνωστή εμμονή στην αποτελεσματικότητα και την τελειότητα που χαρακτηρίζει την «πατρίδα της ψυχρής λογικής», την Γερμανία, και για αυτούς ακριβώς τους λόγους θα είναι καταστροφικότερη και φονικότερη. Ένα εγχείρημα που δεν θα προκαλέσει μόνον εκατόμβες θυμάτων, αλλά που θα κλονίσει ίσως ανεπανόρθωτα την ίδια την Ευρώπη, οι οποία από τότε θα «γεράσει αμετάκλητα», δίνοντας την σκυτάλη της ενδοδυτικής, αλλά και της παγκόσμιας, ηγεμονίας στις ΗΠΑ.
Η κομμουνιστική περιπέτεια, πέραν της ταύτισής της με την παράδοση του ρώσικου μεγαλοϊδεατισμού, είχε ένα διττό χαρακτήρα. Επειδή αποτελούσε τον κληρονόμο του εργατικού κινήματος, συνδέθηκε στις καπιταλιστικές χώρες με κινήματα χειραφέτησης. Όμως, στις χώρες όπου επεκράτησε, ιδιαιτέρα στη Σοβιετική Ένωση, εκεί θα μεταβληθεί σε συνώνυμο της τρομοκρατίας ενάντια στην εργατική τάξη και τους αγρότες.  Στην «πατρίδα του σοσιαλισμού», θα  διώξει την ταξική ετερότητα, και μάλιστα όχι τους μειοψηφικότατους αστούς της Ρωσίας, ή τους Αριστοκράτες, οι περισσότεροι από τους οποίους θα καταφύγουν πολύ γρήγορα στην Δύση, για να υποκατασταθούν από μια εξίσου αμείλικτη ταξική κυριαρχίαεκείνην της γραφειοκρατίας και των «διανοουμένων-διαχειριστών»: Η εργατική τάξη θα υποταγεί και οι αγρότες θα «ρευστοποιηθούν», όπως προέβλεπε το σχέδιο που εμπνεύστηκε ο Τρότσκι, για να το υλοποιήσει ο ίδιος ο εσωκομματικός του αντίπαλος, ο Στάλιν, και το οποίο περιελάμβανε μια βίαιη, ταχεία εκβιομηχάνιση μέσω της στρατιωτικοποίησης της κοινωνίας –και την ίδια τύχη θα έχουν και οι μειονότητες που χαρακτηρίζονταν από υψηλό βαθμό οικονομικής ανεξαρτησίας, όπως ο ελληνισμός των μικροϊδιοκτητών και των εμπόρων του Πόντου και της Κριμαίας.
Ωστόσο, επειδή η Σοβιετική Ένωση αποτέλεσε έναν από τους βασικότερους αντιπάλους του ναζισμού στον πόλεμο, η εσωτερική τρομοκρατία του καθεστώτος, πέρασε σε δεύτερο πλάνο, ενώ η ολόθερμη συμμετοχή των κομμουνιστών στον αντιφασιστικό – αντιναζιστικό αγώνα υποχρέωσε ένα μεγάλο κομμάτι των λαών και των προοδευτικών κινημάτων να συνταχθούν μαζί τους σε ένα κοινό μέτωπο. Εκεί βρίσκεται και η βάση της διαφοροποίησης ανάμεσα στον κομμουνισμό και τον φασισμό. Ο πρώτος εξέφραζε, στη Δύση, στρεβλά αλλά πραγματικά, το αντιφασιστικό κίνημα και η Σοβιετία αποτελούσε τον σύμμαχό του, παρά την τύχη που είχε επιφυλάξει στους εργάτες, αγρότες και μειονότητες στο εσωτερικό της. Και εν τέλει, όπως λέει ο Κώστας Παππαϊωάννου στη Γένεση του Ολοκληρωτισμού, «Η μόνη διαφορά είναι ότι ο Χίτλερ βγήκε από το μηδέν και κατέληξε στο μηδέν, ενώ ο Στάλιν βγήκε από μια επανάσταση που φαινόταν να δικαιώνει και να πραγματοποιεί τα πιο ευγενή όνειρα του ανθρώπου.»
Η ομοιότητα τους βρίσκεται στο  ότι αποτελούν και τα δύο τέκνα της Δύσης, απηχώντας διαφορετικές πλευρές του «πολιτιστικού της παραδείγματος».
Ο εθνικοσοσιαλισμός έλκει την καταγωγή του από την «αποπομπή της ετερότητας», «την τάση αναγωγής του πολλαπλού στο ένα», για την οποία ο ανθρωπολόγος Πιερ Κλάστρ θα χαρακτηρίσει την ίδια την Δύση ως «εθνοκτονική», και η οποία μεταβάλλει το μεγαλύτερο μέρος της δυτικής ιστορίας, μέχρι το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια ανεξάντλητη αλληλουχία ενδοευρωπαϊκών αλληλοσπαραγμών, με μακροβιότερο τον Εκατονταετή Πόλεμο. Ή μήπως δεν υφίσταται μια συσχέτιση με το φαινόμενο της «συγκινησιακής πανούκλας», την μιμητική αποθέωση της βίας και της αγριότητας η οποία θα καταλάβει τις μάζες που θα κινητοποιηθούν πίσω από τον Ντούτσε και τον Χίτλερ, με την κατά την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κυρίαρχη στους φτωχότερους ηθική της αρένας και των μονομαχιών; Όπου οι πληβειακές μάζες της Ρώμης θα συμμετάσχουν στον δημόσιο βίο, μόνον παθητικά, για να λατρέψουν σε αυτά τα θεάματα ακριβώς αυτήν την δύναμη που έχει ως ανώτατο σκοπό τον εαυτό της, υπαγορεύει την εξόντωση του αδύναμου καθώς και την ανάδειξη του δυνατότερου μέσα από ποταμούς αίματος;  Και την ίδια στιγμή, τόσο ο φασισμός όσο και ο ναζισμός θα είναι αθεράπευτα φουτουριστικοί, μορφές «αντιδραστικού μοντερνισμού»; Δεν αποπειράθηκαν να επενδύσουν, με τις αρτιότερες μορφές της τεχνικής του καιρού τους, βλέπε τους φούρνους των κρεματορίων, το σχέδιο για την εθνοφυλετική επικράτηση;
Μήπως ο κομμουνισμός –που εμφανίζεται ως η άρση της αλλοτρίωσης του ανθρώπου, –ως ο επίγειος και επιτέλους πραγματωμένος παράδεισος–  δεν έλκει την καταγωγή του από την ίδια την «ριζοσπαστική υφή» της νεωτερικότητας, αυτήν την «θέληση μιας διαρκούς επανάστασης, μιας διαρκούς υπερνίκησης των ορίων της ανθρώπινης κλίμακας –αυτής της ανθρώπινης κλίμακας που μόλις είχε αρχίσει να τη διαισθάνεται και που τη ζούσε, σα μια κατηγορηματική προσταγή για μια ακατάπαυστη δραστηριότητα, για μια «απέραντη γνώση» και για μια ακατασίγαστη ανησυχία», που θα χαρακτηρίσει το… ίδιο το πνεύμα του καπιταλισμού; Το οποίο θα εκφράζει… αυθεντικότερα, σε ό,τι αφορά σε ζητήματα οικονομικής μεγέθυνσης, καθώς είναι η επέλαση του κολεκτιβίστικου εκσυγχρονισμού, ο «εξηλεκτρισμός», συνδυαζόμενος με την δικτατορία του Γενικού Γραμματέα, που θα ισοπεδώσει κάθε ασύμβατη με αυτόν κοινωνικά και οικονομικά πραγματικότητα;
Μήπως και οι δύο, η εθνική και ταξική αποκλειστικότητα, ο σωβινισμός τους, δεν θα εξαπολύσουν, ως άλλες κοσμικές θρησκείες, ιστορικά ασύμμετρα κύματα μεσσιανικής βίας, καθώς θα θελήσουν με το ιδεολογικό τους νυστέρι να προσαρμόσουν εδώ και τώρα, υποσχόμενοι χρυσές εποχές χιλιόχρονης κυριαρχίας, ή την έλευση του παραδείσου επί της γης;
Τέλος, σε ό,τι αφορά στη συστηματοποίηση της κυριαρχίας που χαρακτηρίζει και τις δυο ως δικτατορικά καθεστώτα, μήπως τάχα δεν μοιράζονται αυτό το γνώρισμα με την δυτική αποικιοκρατία, έτσι όπως εκδηλώνεται επί… 8 αιώνες; Και οι επιρροές της οποίας επιβιώνουν ανέλπιστα μέχρι σήμερα, όταν η εσθονική Προεδρία της Ε.Ε. –αλλά και όλη η Δύση– αρνείται να προσθέσει τους πυρηνικούς βομβαρδισμούς της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, οι οποίοι «δικαιολογούνται» ακόμα στο θυμικό της δυτικής εξουσίας, καθώς, στο κάτω κάτω της γραφής, αφορούσαν «τους κίτρινους», που γι’ αυτήν παραμένουν στο περιθώριο της Ιστορίας;
Εν τέλει, τι έχει απομείνει από όλα αυτά σήμερα, στον 21ο αιώνα; Παραδόξως, το σύστημα που θα επικρατήσει από την τραγική περιπέτεια του 20ού αιώνα, θα ενσωματώσει μέσα του όσες πτυχές, τόσο της μιας όσο και της άλλης εκδοχής, αποδίδουν:
Η τεχνική του μάρκετινγκ θα μάθει πολλά από την ναζιστική προπαγάνδα, καθώς οι ειδήμονές του θα ενδιαφερθούν και θα την αναλύσουν ήδη από την δεκαετία του 1950: Σήμερα, ο ονειρικός κόσμος της διαφήμισης, έτσι όπως επαναλαμβάνεται ακατάπαυστα από τηλεοπτικούς δέκτες και διαδικτυακά τερματικά, δεν είναι τίποτα άλλο από έναν «τουρμπο-γκεμπελισμό της κατανάλωσης», όπου με το «πες-πες» όχι απλώς «κάτι θα μείνει», αλλά θα κατασκευάζονται επίπλαστες, παράλληλες πραγματικότητες. Όσο για την σοβιετική εμπειρία, θα αποτελέσει προπομπό της παγκοσμιοποίησης, στο επίπεδο της συγκρότησης ενός ενιαίου συστήματος άνισων διεθνών συναλλαγών, με τον ίδιο τρόπο που ο εργαστηριακά, κρατικά κατασκευασμένος «σοβιετικός άνθρωπος» θα ανοίξει τον δρόμο για τον μετάνθρωπο, με τον ίδιο τρόπο που η διεθνής των σοβιετικών γραφειοκρατών θα προετοιμάσει την διεθνή των γιάπηδων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ή της Παγκόσμιας Τράπεζας, τον πολίτη του «πουθενά και του τίποτα» της παγκοσμιοποίησης.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι μάλλον τα άκρα βρίσκονταν και βρίσκονται «ήδη», ως έσχατες συνέπειες θεμελιωδών ιστορικών πραγματικοτήτων και αντιλήψεων, μέσα σε αυτό που σήμερα θέλει να παρουσιάζεται ως «κέντρο», δηλαδή, τον δυτικό υπερμοντέρνο πολιτισμό της αγοράς, του μετανθρώπου και του θεάματος. Και γι’ αυτό η υπέρβαση των «άκρων» προϋποθέτει την δική του υπέρβαση, όχι βέβαια προς την κατεύθυνση του… φονταμενταλισμού, που αναπτύσσεται στην Ανατολή, η οποία αξιώνει να απαντήσει στην δυτική ύβρι… εξαϋλώνοντας την ανθρώπινη ελευθερία.
Αλλά προς έναν εναλλακτικό, μη-εργαλειακό ουμανισμό, στον οποίον μπορεί να συνεισφέρει ο εκσυγχρονισμός παραδόσεων, πολλών πολιτισμών, από τους Ινδιάνους της Αμερικής μέχρι τους Κινέζους, αλλά και δευτερευόντων, υποσκελισμένων παραδόσεων της ίδιας της Δύσης. Και βέβαια, τον μόνο εναλλακτικό και μη-εργαλειακό ουμανισμό που έχει υπάρξει ιστορικά στο δυτικό ημισφαίριο, τον ελληνικό ουμανισμό, είτε αφορά στην κλασική του περίοδο είτε στις βυζαντινές και νεώτερες αναγεννήσεις του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: