Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

ΜΑΟΥΖΕΡ του Χάινερ Μύλλερ

ΣΠΟΥΔΗ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ (ΚΑΘΕ) ΕΜΦΥΛΙΟ

Ο Εμφύλιος του 1946-1949 αποτελεί μία από τις τρεις σημαντικότερες ανοιχτές πληγές (οι άλλες δύο είναι η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και η εισβολή και κατοχή της Κύπρου το 1974) στο σώμα του Ελληνισμού τον αιώνα που μας πέρασε.
Μάλιστα είναι η μόνη κατά την οποία οι συντελεστές ήταν εσωτερικής μορφής. Με αυτό λοιπόν ως αφορμή ο Τερζόπουλος ανεβάζει για δεύτερη χρονιά στο θέατρο Άττις την παράσταση Μάουζερ του Χάινερ Μύλλερ.


Θεωρούμε, υποκειμενικά βέβαια, τον Τερζόπουλο ως τον μεγαλύτερο Έλληνα σκηνοθέτη, του οποίου η φήμη αλλά κυρίως το έργο έχει ξεπεράσει εδώ και πολλά χρόνια τα σύνορα της χώρας μας. Έχοντας κάνει τα πρώτα του βήματα στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ του Βερολίνου, ξεκίνησε από το Μπρεχτικό θέατρο για να φτάσει στις τελευταίες του παραστάσεις, βήμα-βήμα, να προσπαθεί να αρθρώσει αρχέγονα οντολογικά ερωτήματα γύρω από τον άνθρωπο, πράγμα που μπορούμε να πούμε ότι το κατορθώνει με πολύ μεγάλη επιτυχία.
Ήταν δε σε αυτό το θέατρο, το Μπερλίνερ Ανσάμπλ, όπου γνωρίστηκε με τον Χάινερ Μύλλερ, έναν από τους σημαντικότερους θεατρικούς συγγραφείς του τελευταίου τετάρτου του 20ου αιώνα, ο οποίος έμελλε να γίνει δάσκαλος και συνεργάτης του. Μέλος, ο Μύλλερ, από το 1954 της ένωσης Ανατολικογερμανών συγγραφέων, δεν άργησε να πέσει στη δυσμένεια των κομμουνιστικών αρχών της Ανατολικής Γερμανίας για τον αιρετικό χαρακτήρα τόσο του έργου του όσο και της διδασκαλίας του. Αξίζει να αναφέρουμε ότι το ‘Μάουζερ’ είχε απαγορευθεί γραπτώς και επισήμως στο έδαφος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, παρ’ ότι ο ίδιος το θεωρούσε ως διδακτικό έργο κατάλληλο για διδασκαλία στην ανώτατη σχολή του Κόμματος.
Η υπόθεση του Μάουζερ διαδραματίζεται τον καιρό του Εμφυλίου που ξέσπασε μετά τον Οκτώβριο του 1917 στην Ρωσία ανάμεσα στους Λευκοφρουρούς από τη μια μεριά και τους Σοβιετικούς Επαναστάτες από την άλλη.
Θέλοντας να τιμήσει τα 80 χρόνια γέννησης αλλά και τα 15χρονα από τον θάνατο του συγγραφέα, ο σκηνοθέτης αποφάσισε να ανεβάσει το συγκεκριμένο έργο.
Ο Τερζόπουλος πήρε το κείμενο αυτό και έντεχνα όσο και επίκαιρα, το μεταμόρφωσε σε ένα έργο πάνω στον Ελληνικό Εμφύλιο αλλά και σε κάθε Εμφύλιο εντέλει, αναδεικνύοντας τις τραγικές πτυχές όσο και τα ανθρωπολογικά ερωτήματα που προκύπτουν μέσα από αδελφοκτόνες συρράξεις.
Βάζοντας στην άκρη τις δεδομένες γενεσιουργές ευθύνες των Ξένων Μεγάλων Δυνάμεων, την περίοδο του 1944-1946, χωρίς βέβαια να τις υποτιμά (άλλωστε ο ίδιος έχει δηλώσει ότι ‘προέρχομαι από μια οικογένεια η οποία μετά τον Εμφύλιο βρέθηκε από την μεριά των ηττημένων και πολεμήθηκε πολιτικά αλλά και ψυχολογικά’) προχωρά όχι ένα αλλά αρκετά βήματα παραπέρα, προσπαθώντας να αναδείξει τα φιλοσοφικά και οντολογικά ερωτήματα που προκύπτουν σε περιόδους τόσο αλληλοσπαραγμού όσο και ανεξέλεγκτης, πολλές φορές, βίας.
Κατορθώνει λοιπόν να δώσει μία παράσταση πλήρη ερωτηματικών που έχουν να κάνουν με την εργαλειοποίηση του επαναστατικού υποκειμένου, την κατάσταση δηλαδή κατά την οποία οι επαναστατημένοι μετατρέπονται σιγά-σιγά από μια καρδιά και ψυχή που ζητά να αναλάβει την ευθύνη της μοίρας της σε στρατιώτη ταγμένο σε αυτή την υπόθεση στο τελικό στάδιο όπου ο άνθρωπος δεν ξεχωρίζει καν από το όπλο που κρατά στην άκρη του χεριού του, όπου δεν είναι ευκρινές αν το όπλο είναι προέκταση του χεριού ή το ίδιο το σώμα εξάρτημα του όπλου.
Βλέπουμε λοιπόν μέσα από την δίκη δύο επαναστατών, κατά την οποία ο ένας κατηγορείται γιατί από υπέρμετρο ζήλο φτάνει σε σημείο να εκτελεί ανθρώπους καθ’ υπέρβαση της λογικής, έμπνεος από την μανία του αίματος και ο άλλος κατηγορείται γιατί ακριβώς δεν υπάκουσε στην εντολή για εκτέλεση των εχθρών της επανάστασης, γινόμενος εντέλει ξένο σώμα προς αυτήν, επειδή στο βλέμμα του Άλλου συνάντησε το δικό του βλέμμα ( « Τίμημα της λευτεριάς αυτοί που πάμε να ελευθερώσουμε» ).
Το κείμενο, πολυσχιδές όπως είναι, ασχολείται όμως και με το ζήτημα της βίας για τον εαυτό της ( «Σκοτώνω για ποιο λόγο; Και πεθαίνω για ποιο λόγο;» ), με το σημαντικό θέμα της υποταγής και της ιεραρχίας σε κρίσιμες καταστάσεις, με την λειτουργία των μηχανισμών, επαναστατικών ή απλά κομματικών.
Προτείνει, με ουσιαστικό και δραματικό τρόπο, ερωτηματικά γύρω από το κόστος το οποίο αξίζει να αναληφθεί γύρω από την επίτευξη του τελικού στόχου και κυρίως αναδεικνύει την αντιφατικότητα η οποία ισχύει πολλές φορές ανάμεσα στα μέσα και το σκοπό ( « το χορτάρι Πρέπει ακόμα εμείς να ξεριζώνουμε, για να μείνει πράσινο» ). Από την αναγκαιότητα του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» οδηγεί στο ερώτημα μήπως εντέλει τα μέσα είναι ο σκοπός.
Κοινή συνισταμένη όλων των πιο πάνω βέβαια, είναι η υπέρβαση των ορίων ( η αρχαιοελληνική «ύβρις» τελικά ), τόσο σε επίπεδο πολιτικής όσο και σε επίπεδο ανθρώπινου μέτρου.
Σημαντική θέση σε όλη αυτή την συναισθηματική όσο και τραγική φόρτιση, παίζει το ίδιο το σκηνικό,όπου έχοντας διατάξει τους θεατές σε δύο σειρές των 20 ατόμων, οι οποίες πλαισιώνουν την δράση, τους μετατρέπει με τον τρόπο του από παθητικούς παρατηρητές ενός θεατρικού δρώμενου σε κριτές και εντέλει σε ενόρκους όπου πρέπει να τοποθετηθούν και να αποφασίσουν γι’ αυτά που βλέπουν.
Το σκηνικό της δράσης μετατρέπεται, ανάλογα με τις ανάγκες του κειμένου και της σκηνοθεσίας, σε κιβωτό, εδώλιο, κελί, λαιμητόμο και εντέλει τάφο του ανθρώπινου ψυχισμού των πρωταγωνιστών της παράστασης.
Εγείροντας πλείστα όσα ερωτηματικά γύρω από την ανθρώπινη φύση και τα όριά της, τον χαρακτήρα της βίας και το περιεχόμενο της επανάστασης, «αναγκάζει» τους θεατές να απαντήσουν οι ίδιοι, πιστός ο σκηνοθέτης στην επιλογή του συγγραφέα να μην τοποθετείται ο ίδιος.
Δεν είναι τυχαίο ότι προσθέτει εκτός κείμενου στο τέλος το ύστατο οντολογικό ερώτημα « τι είναι ο άνθρωπος;»
Το όλο σκηνικό συμπληρώνεται από την φωτογραφική εγκατάσταση της Γιοχάνα Βέμπερ κατά την οποία 133 μεγεθυμένες φωτογραφίες από μορφές της Ελληνικής Αντίστασης, τοποθετημένες στα συμβατικά έδρανα των θεατών, παρακολουθούν και εντέλει επιβλέπουν τόσο τα μετά της Εθνικής Αντίστασης γενόμενα, όσο και εμάς τους ίδιους, οι οποίοι καλούμαστε να τοποθετηθούμε για το «τραγικόν» που μόλις παρακολουθήσαμε.
Απαραίτητο συμπλήρωμα στο ψηφιδωτό, οι άριστες σωματικές όσο και εσώτερες ερμηνείες τις οποίες κατορθώνει να αποσπάσει κατά την προσφιλή του μέθοδο από τους τέσσερις ηθοποιούς Θανάση Αλευρά, Στάθη Γράψα, Αντώνη Μυριαγκό, Αλέξανδρο Τούντα, αλλά και από τη συμμετοχή τόσο του ιδίου όσο και της Μαρίας Μπέικου, ηρωίδας της Εθνικής Αντίστασης, η οποία με την εμβληματική παρουσία της, δίνει ένα είδος ιστορικής νομιμοποίησης στο όλο εγχείρημα.
Υπενθυμίζουμε ότι η Μπέικου είναι ανάμεσα στους 66 αντιστασιακούς οι οποίοι με επιστολή τους απάντησαν στον Γερμανό Υπουργό Οικονομικών Σόιμπλε, μετά την δήλωσή του ότι η Γερμανία δεν μπορεί να πληρώσει τα λάθη των Ελλήνων και στην οποία υπενθυμίζουν τα 7,1 δις δολάρια των πολεμικών επανορθώσεων, αλλά και τα 3,5 δις του αναγκαστικού κατοχικού δανείου τα οποία οφείλει στη χώρα μας η Γερμανία.
Εν κατακλείδι το Μάουζερ είναι ίσως η σημαντικότερη παράσταση της περιόδου.

Υ.Γ.
Το κείμενο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα ( Μάουζερ & ο Οράτιος, Χάινερ Μύλλερ). Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφορεί και το σημαντικότατο βιβλίο για το θέατρο « Θεόδωρος Τερζόπουλος και Θέατρο Άττις/Αναδρομή, Μέθοδος, Σχόλια».

Πληροφορίες:
Μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου
Σκηνοθεσία-Σκηνική εγκατάσταση: Θεόδωρος Τερζόπουλος
Μουσική: Παναγιώτης Βελιανίτης
Δραματουργική συνεργασία: Κώστας Αρβανιτάκης
Φωτισμοί: Θεόδωρος Τερζόπουλος, Κων/νος Μπεθάνης
Τεχνικός υπεύθυνος: Κων/νος Μπεθάνης
Εκτέλεση σκηνικής εγκατάστασης: Χαράλαμπος Τερζόπουλος
Υπεύθυνη παραγωγής-προγράμματος: Μαρία Βογιατζή
Φωτογραφική εγκατάσταση: Γιοχάνα Βέμπερ
Ερμηνεύουν: Θανάσης Αλευράς, Σταθης Γράψας, Αντώνης Μυριαγκός, Αλέξανδρος Τούντας
Συμμετέχουν: Μαρία Μπέικου, Θεόδωρος Τερζόπουλος
Το κοστούμι της Μαρίας Μπέικου σχεδίασε η ΛΟΥΚΙΑ


Δεν υπάρχουν σχόλια: