Την εβδομάδα αυτή, με βάση και την ιδιαίτερη αδυναμία που τρέφουμε για το κίνημα των Ζαπατίστας ξαναδιαβάσαμε το βιβλίο του υποδιοικητή Μάρκος "Ιστορίες του γερο-Αντόνιο" των εκδόσεων
"Τι συμβαίνει όταν ο νεαρός διανοούμενος, που ήρθε από την πόλη στη ζούγκλα για να γίνει αντάρτης, συναντά το σοφό Ινδιάνο γέροντα; Πού οδηγείται η μεξικανική επαναστατική αριστερά όταν αντί για "προλεταριάτο" ανακαλύπτει τους ιθαγενείς της Τσιάπας; Και πού βαδίζει ο Ζαπάτα, έχοντας γίνει ένα με τον Βοτάν, τον αρχαίο θεό των Μάγιας;
Οι ιστορίες αυτού του βιβλίου είναι σαν τα παλιά παραμύθια που αφηγείται ένας σοφός γέρος ή σαν τους πανάρχαιους μύθους των Μάγιας -ξεπήδησαν όμως από την πένα του πρώην πανεπιστημιακού καθηγητή Φιλοσοφίας και τωρινού "Υποδιοικητή" του αντάρτικου στρατού των Ζαπατίστας, του περίφημου Subcomandante Marcos. Ο αναγνώστης θα βρει σε αυτές ό,τι ο ίδιος επιθυμεί: στοιχεία μυθολογίας, φιλοσοφικές θέσεις, πολιτικά κείμενα, αλληγορίες πλασμένες με μαγευτική ευστροφία, αναμνήσεις απ' το αντάρτικο ή -απλώς- κάποια παραμύθια από μια μακρινή χώρα...
"Ο Subcomandante Marcos, κάνοντας οικονομία στις σφαίρες, βομβαρδίζει τον κόσμο με διηγήματα, παραμύθια, χιουμοριστικές αφηγήσεις και πολιτικούς λόγους που πολλές φορές μοιάζουν περισσότερο με ποιήματα."
Η
ιστορία των χρωμάτων - the story of colors
(Ιστορίες του γερο-Αντόνιο, Subcomandante Marcos)
Ο γερο-Αντόνιο δείχνει έναν
παπαγάλο που διασχίζει τον απογευματινό ουρανό. Μοιάζουν ψέμα τόσα χρώματα για
ένα μόνο πουλί. Δεν ήταν έτσι ο παπαγάλος. Δεν είχε χρώματα. Σκέτο γκρι ήταν.
Τα φτερά του ήταν κοντά σαν βρεγμένης κότας. Άλλο ένα μέσα στα τόσα πουλιά που
ποιος ξέρει πώς ήρθαν στον κόσμο, γιατί οι θεοί δεν ήξεραν ποιος ή πώς είχε
φτιάξει τα πουλιά. Κι έτσι ήταν.
Οι θεοί ξύπνησαν μετά που η
νύχτα είπε «φτάνει, μέχρι εδώ» στη μέρα κι οι άντρες κι οι γυναίκες
κοιμόντουσαν ή αγαπιόντουσαν, που είναι ένας ωραίος τρόπος για να κουράζεσαι,
ώστε να κοιμηθείς μετά. Οι θεοί καβγάδιζαν γιατί πολύ βαρετός ήταν ο κόσμος με
μόνο δύο χρώματα που τον χρωμάτιζαν. Κι ήταν αληθινός ο θυμός των θεών, γιατί
μόνο δύο χρώματα εναλλάσσονταν στον κόσμο: το ένα ήταν το μαύρο που κυριαρχούσε τη
νύχτα και το άλλο ήταν το άσπρο που πορευόταν τη μέρα και το τρίτο δεν ήταν
χρώμα, ήταν το γκρι, που χρωμάτιζε απογεύματα και ξημερώματα για να μην
ξεπηδούν τόσο απότομα το μαύρο και το άσπρο. Κι ήταν αυτοί οι θεοί καβγατζήδες
μα και γνωστικοί. Και σε μια συγκέντρωση που έκαναν συμφώνησαν να φτιάξουν τα
χρώματα πιο μακριά, για να είναι χαρούμενο το περπάτημα και η αγάπη των αντρών
και των γυναικών.
Ένας από τους θεούς πήρε τους
δρόμους για να σκεφτεί καλύτερα το μυαλό και τόσο σκεφτόταν το μυαλό του, που
δεν είδε το δρόμο μπροστά του και σκόνταψε σε μια πέτρα να, τόσο μεγάλη, και
χτύπησε στο κεφάλι και βγήκε αίμα απ’ το κεφάλι του. Κι ο θεός, μετά που
έσκουξε για κάμποση ώρα, κοίταξε το αίμα του και το είδε πως ήταν άλλο χρώμα
και δεν ήταν τα δυο χρώματα, κι έφυγε τρέχοντας προς τα κει όπου βρισκόντουσαν
οι υπόλοιποι θεοί και τους έδειξε το νέο χρώμα και «κόκκινο» το έβγαλαν αυτό το
χρώμα, το τρίτο που γεννιόταν.
Κατόπιν, ένας άλλος απ’ τους
θεούς έψαχνε ένα χρώμα για να χρωματίσει την ελπίδα. Το βρήκε μετά από αρκετή
ώρα, πήγε και το έδειξε στη συνέλευση των θεών και «πράσινο» το έβγαλαν αυτό το
χρώμα, το τέταρτο.
Ένας άλλος άρχισε να σκαλίζει τη
γη.
«Τι κάνεις;» τον ρώτησαν οι
υπόλοιποι θεοί.
«Ψάχνω την καρδιά της γης»,
απάντησε καθώς πετούσε χώματα από δω κι από κει. Σε λίγο τη βρήκε την καρδιά
της γης και την έδειξε στους υπόλοιπους θεούς, και «καφέ» το έβγαλαν αυτό το
πέμπτο χρώμα.
Άλλος θεός έφυγε προς τα πάνω.
«Πάω να δω τι χρώμα είναι ο κόσμος», είπε και βάλθηκε να σκαρφαλώνει και να
σκαρφαλώνει μέχρι εκεί ψηλά. Όταν έφτασε πολύ ψηλά, κοίταξε προς τα κάτω και
είδε το χρώμα του κόσμου, αλλά δεν ήξερε πώς να το μεταφέρει μέχρις εκεί που
βρισκόντουσαν οι υπόλοιποι θεοί, έτσι έμεινε να κοιτάζει κάμποση ώρα. Κατέβηκε
όπως όπως τα εμπόδια και έφτασε στον τόπο της συνέλευσης των θεών και τους
είπε: «Στα μάτια μου φέρνω το χρώμα του κόσμου», και «μπλε» το έβγαλαν το χρώμα
το έκτο.
Άλλος θεός έψαχνε χρώματα, όταν
άκουσε ένα μωρό να γελάει, πλησίασε προσεχτικά, κι όταν δεν πρόσεχε το μωρό, ο
θεός τού άρπαξε το γέλιο και το άφησε να κλαίει. Γι’ αυτό λένε πως τα μωρά
ξαφνικά γελάνε και ξαφνικά κλαίνε. Ο θεός πήρε το γέλιο του μωρού και «κίτρινο»
το έβγαλαν το έβδομο χρώμα.
Τότε οι θεοί ήταν πια
κουρασμένοι και πήγαν να πιουν καλαμποκόζουμο και να κοιμηθούν, και τα άφησαν
τα χρώματα σ’ ένα κουτάκι πεταμένο κάτω από ένα φουντωτό δέντρο, τη σεϊμπά. Το
κουτάκι δεν ήταν καλά κλεισμένο και τα χρώματα βγήκαν κι άρχισαν να κάνουν
χαρές, και αγαπήθηκαν και βγήκαν περισσότερα χρώματα διαφορετικά και νέα, και η
σεϊμπά τα είδε όλα αυτά και τα σκέπασε, ώστε να μην τα σβήσει η βροχή, τα
χρώματα, και όταν ήρθαν οι θεοί δεν ήταν πια εφτά τα χρώματα παρά αρκετά, και
κοίταξαν τη σεϊμπά και της είπαν: «Εσύ γέννησες τα χρώματα, εσύ θα φυλάς τον
κόσμο, κι από την κορυφή σου θα βάψουμε τον κόσμο».
Και ανέβηκαν στη φουντωτή σεϊμπά
κι από εκεί άρχισαν να πετάν τα χρώματα έτσι απλά, και το μπλε έμεινε ένα μέρος
στο νερό κι άλλο μέρος στον ουρανό, και το πράσινο τούς έπεσε στα δέντρα και
στα φυτά, και το καφέ, που ήταν πιο βαρύ, έπεσε στη γη, και το κίτρινο, που
ήταν το γέλιο ενός μωρού, πέταξε μέχρι που έβαψε τον ήλιο, και το κόκκινο
έφτασε στο στόμα των ανθρώπων και των ζώων και το κατάπιαν και βάφτηκαν κόκκινοι από
μέσα, και το άσπρο και το μαύρο ήδη ανέκαθεν υπήρχαν στον κόσμο, κι ήταν μια
διασκέδαση το πώς πετούσαν τα χρώματα οι θεοί, ούτε που κοίταγαν πού πήγαινε το
χρώμα που πέταγαν, και μερικά χρώματα πιτσίλισαν τους ανθρώπους, γι’ αυτό
υπάρχουν άνθρωποι διαφορετικών χρωμάτων και διαφορετικών σκέψεων.
Κι έπειτα πια κουράστηκαν οι
θεοί και πήγαν πάλι για ύπνο. Όλο ύπνο ήθελαν αυτοί οι θεοί, που δεν ήταν οι
πρώτοι, αυτοί που γέννησαν τον κόσμο.
Κι έτσι, για να μην ξεχάσουν τα
χρώματα και να μη χαθούν, έψαξαν τρόπο να τα φυλάξουν. Και σκέφτονταν με την
καρδιά τους τι να κάνουν, όταν είδαν τον παπαγάλο, κι έτσι τον άρπαξαν κι
άρχισαν να του βάζουν από πάνω όλα τα χρώματα και του μάκρυναν τα φτερά για να
χωράνε όλα.
Έτσι έγινε κι ο παπαγάλος πήρε
χρώμα και πάνω στα φτερά του το περιφέρει, μήπως οι άντρες κι οι γυναίκες
ξεχάσουν πως πολλά είναι τα χρώματα κι οι σκέψεις και πως ο κόσμος θα ‘ναι
χαρούμενος αν όλα τα χρώματα κι όλες οι σκέψεις έχουν τη θέση τους.εν ήταν έτσι ο παπαγάλος. Δεν είχε
χρώματα. Σκέτο γκρι ήταν. Τα φτερά του ήταν κοντά σαν βρεγμένης κότας. Άλλο ένα
μέσα στα τόσα πουλιά που ποιος ξέρει πώς ήρθαν στον κόσμο, γιατί οι θεοί δεν
ήξεραν ποιος ή πώς είχε φτιάξει τα πουλιά. Κι έτσι ήταν.
Οι θεοί ξύπνησαν μετά που η νύχτα είπε «φτάνει, μέχρι εδώ» στη μέρα κι οι
άντρες κι οι γυναίκες κοιμόντουσαν ή αγαπιόντουσαν, που είναι ένας ωραίος
τρόπος για να κουράζεσαι, ώστε να κοιμηθείς μετά. Οι θεοί καβγάδιζαν γιατί πολύ
βαρετός ήταν ο κόσμος με μόνο δύο χρώματα που τον χρωμάτιζαν. Κι ήταν αληθινός
ο θυμός των θεών, γιατί μόνο δύο χρώματα εναλλάσσονταν στον
κόσμο: το ένα ήταν το μαύρο που κυριαρχούσε τη νύχτα και το άλλο ήταν το άσπρο
που πορευόταν τη μέρα και το τρίτο δεν ήταν χρώμα, ήταν το γκρι, που χρωμάτιζε
απογεύματα και ξημερώματα για να μην ξεπηδούν τόσο απότομα το μαύρο και το
άσπρο. Κι ήταν αυτοί οι θεοί καβγατζήδες μα και γνωστικοί. Και σε μια
συγκέντρωση που έκαναν συμφώνησαν να φτιάξουν τα χρώματα πιο μακριά, για να
είναι χαρούμενο το περπάτημα και η αγάπη των αντρών και των γυναικών.
Ένας από τους θεούς πήρε τους δρόμους για να σκεφτεί καλύτερα το μυαλό και τόσο
σκεφτόταν το μυαλό του, που δεν είδε το δρόμο μπροστά του και σκόνταψε σε μια
πέτρα να, τόσο μεγάλη, και χτύπησε στο κεφάλι και βγήκε αίμα απ’ το κεφάλι του.
Κι ο θεός, μετά που έσκουξε για κάμποση ώρα, κοίταξε το αίμα του και το είδε
πως ήταν άλλο χρώμα και δεν ήταν τα δυο χρώματα, κι έφυγε τρέχοντας προς τα κει
όπου βρισκόντουσαν οι υπόλοιποι θεοί και τους έδειξε το νέο χρώμα και «κόκκινο»
το έβγαλαν αυτό το χρώμα, το τρίτο που γεννιόταν.
Κατόπιν, ένας άλλος απ’ τους θεούς έψαχνε ένα χρώμα για να χρωματίσει την
ελπίδα. Το βρήκε μετά από αρκετή ώρα, πήγε και το έδειξε στη συνέλευση των θεών
και «πράσινο» το έβγαλαν αυτό το χρώμα, το τέταρτο.
Ένας άλλος άρχισε να σκαλίζει τη γη.
«Τι κάνεις;» τον ρώτησαν οι υπόλοιποι θεοί.
«Ψάχνω την καρδιά της γης», απάντησε καθώς πετούσε χώματα από δω κι από κει. Σε
λίγο τη βρήκε την καρδιά της γης και την έδειξε στους υπόλοιπους θεούς, και
«καφέ» το έβγαλαν αυτό το πέμπτο χρώμα.
Άλλος θεός έφυγε προς τα πάνω. «Πάω να δω τι χρώμα είναι ο κόσμος», είπε και
βάλθηκε να σκαρφαλώνει και να σκαρφαλώνει μέχρι εκεί ψηλά. Όταν έφτασε πολύ
ψηλά, κοίταξε προς τα κάτω και είδε το χρώμα του κόσμου, αλλά δεν ήξερε πώς να
το μεταφέρει μέχρις εκεί που βρισκόντουσαν οι υπόλοιποι θεοί, έτσι έμεινε να
κοιτάζει κάμποση ώρα. Κατέβηκε όπως όπως τα εμπόδια και έφτασε στον τόπο της
συνέλευσης των θεών και τους είπε: «Στα μάτια μου φέρνω το χρώμα του κόσμου»,
και «μπλε» το έβγαλαν το χρώμα το έκτο.
Άλλος θεός έψαχνε χρώματα, όταν άκουσε ένα μωρό να γελάει, πλησίασε προσεχτικά,
κι όταν δεν πρόσεχε το μωρό, ο θεός τού άρπαξε το γέλιο και το άφησε να κλαίει.
Γι’ αυτό λένε πως τα μωρά ξαφνικά γελάνε και ξαφνικά κλαίνε. Ο θεός πήρε το
γέλιο του μωρού και «κίτρινο» το έβγαλαν το έβδομο χρώμα.
Τότε οι θεοί ήταν πια κουρασμένοι και πήγαν να πιουν καλαμποκόζουμο και να
κοιμηθούν, και τα άφησαν τα χρώματα σ’ ένα κουτάκι πεταμένο κάτω από ένα
φουντωτό δέντρο, τη σεϊμπά. Το κουτάκι δεν ήταν καλά κλεισμένο και τα χρώματα
βγήκαν κι άρχισαν να κάνουν χαρές, και αγαπήθηκαν και βγήκαν περισσότερα
χρώματα διαφορετικά και νέα, και η σεϊμπά τα είδε όλα αυτά και τα σκέπασε, ώστε
να μην τα σβήσει η βροχή, τα χρώματα, και όταν ήρθαν οι θεοί δεν
ήταν πια εφτά τα χρώματα παρά αρκετά, και κοίταξαν τη σεϊμπά και της είπαν:
«Εσύ γέννησες τα χρώματα, εσύ θα φυλάς τον κόσμο, κι από την κορυφή σου θα
βάψουμε τον κόσμο».
Και ανέβηκαν στη φουντωτή σεϊμπά κι από εκεί άρχισαν να πετάν τα χρώματα έτσι
απλά, και το μπλε έμεινε ένα μέρος στο νερό κι άλλο μέρος στον ουρανό, και το
πράσινο τούς έπεσε στα δέντρα και στα φυτά, και το καφέ, που ήταν πιο βαρύ,
έπεσε στη γη, και το κίτρινο, που ήταν το γέλιο ενός μωρού, πέταξε μέχρι που
έβαψε τον ήλιο, και το κόκκινο έφτασε στο στόμα των ανθρώπων και των
ζώων και το κατάπιαν και βάφτηκαν κόκκινοι από μέσα, και το άσπρο και το μαύρο
ήδη ανέκαθεν υπήρχαν στον κόσμο, κι ήταν μια διασκέδαση το πώς πετούσαν τα
χρώματα οι θεοί, ούτε που κοίταγαν πού πήγαινε το χρώμα που πέταγαν, και μερικά
χρώματα πιτσίλισαν τους ανθρώπους, γι’ αυτό υπάρχουν άνθρωποι διαφορετικών
χρωμάτων και διαφορετικών σκέψεων.
Κι έπειτα πια κουράστηκαν οι θεοί και πήγαν πάλι για ύπνο. Όλο ύπνο ήθελαν
αυτοί οι θεοί, που δεν ήταν οι πρώτοι, αυτοί που γέννησαν τον κόσμο.
Κι έτσι, για να μην ξεχάσουν τα χρώματα και να μη χαθούν, έψαξαν τρόπο να τα
φυλάξουν. Και σκέφτονταν με την καρδιά τους τι να κάνουν, όταν είδαν τον
παπαγάλο, κι έτσι τον άρπαξαν κι άρχισαν να του βάζουν από πάνω όλα τα χρώματα
και του μάκρυναν τα φτερά για να χωράνε όλα.
Έτσι έγινε κι ο παπαγάλος πήρε χρώμα και πάνω στα φτερά του το περιφέρει, μήπως
οι άντρες κι οι γυναίκες ξεχάσουν πως πολλά είναι τα χρώματα κι οι σκέψεις και
πως ο κόσμος θα ‘ναι χαρούμενος αν όλα τα χρώματα κι όλες οι σκέψεις έχουν τη
θέση τους.ί. Δεν ήταν έτσι ο παπαγάλος. Δεν είχε
χρώματα. Σκέτο γκρι ήταν. Τα φτερά του ήταν κοντά σαν βρεγμένης κότας. Άλλο ένα
μέσα στα τόσα πουλιά που ποιος ξέρει πώς ήρθαν στον κόσμο, γιατί οι θεοί δεν
ήξεραν ποιος ή πώς είχε φτιάξει τα πουλιά. Κι έτσι ήταν.
Οι θεοί ξύπνησαν μετά που η νύχτα είπε «φτάνει,
μέχρι εδώ» στη μέρα κι οι άντρες κι οι γυναίκες κοιμόντουσαν ή αγαπιόντουσαν,
που είναι ένας ωραίος τρόπος για να κουράζεσαι, ώστε να κοιμηθείς μετά. Οι θεοί
καβγάδιζαν γιατί πολύ βαρετός ήταν ο κόσμος με μόνο δύο χρώματα που τον
χρωμάτιζαν. Κι ήταν αληθινός ο θυμός των θεών, γιατί μόνο δύο χρώματα
εναλλάσσονταν στον
κόσμο: το ένα ήταν το μαύρο που κυριαρχούσε τη
νύχτα και το άλλο ήταν το άσπρο που πορευόταν τη μέρα και το τρίτο δεν ήταν
χρώμα, ήταν το γκρι, που χρωμάτιζε απογεύματα και ξημερώματα για να μην
ξεπηδούν τόσο απότομα το μαύρο και το άσπρο. Κι ήταν αυτοί οι θεοί καβγατζήδες
μα και γνωστικοί. Και σε μια συγκέντρωση που έκαναν συμφώνησαν να φτιάξουν τα
χρώματα πιο μακριά, για να είναι χαρούμενο το περπάτημα και η αγάπη των αντρών
και των γυναικών.
Ένας από τους θεούς πήρε τους δρόμους για να
σκεφτεί καλύτερα το μυαλό και τόσο σκεφτόταν το μυαλό του, που δεν είδε το
δρόμο μπροστά του και σκόνταψε σε μια πέτρα να, τόσο μεγάλη, και χτύπησε στο
κεφάλι και βγήκε αίμα απ’ το κεφάλι του. Κι ο θεός, μετά που έσκουξε για
κάμποση ώρα, κοίταξε το αίμα του και το είδε πως ήταν άλλο χρώμα και δεν ήταν
τα δυο χρώματα, κι έφυγε τρέχοντας προς τα κει όπου βρισκόντουσαν οι υπόλοιποι
θεοί και τους έδειξε το νέο χρώμα και «κόκκινο» το έβγαλαν αυτό το χρώμα, το
τρίτο που γεννιόταν.
Κατόπιν, ένας άλλος απ’ τους θεούς έψαχνε ένα
χρώμα για να χρωματίσει την ελπίδα. Το βρήκε μετά από αρκετή ώρα, πήγε και το
έδειξε στη συνέλευση των θεών και «πράσινο» το έβγαλαν αυτό το χρώμα, το
τέταρτο.
Ένας άλλος άρχισε να σκαλίζει τη γη.
«Τι κάνεις;» τον ρώτησαν οι υπόλοιποι θεοί.
«Ψάχνω την καρδιά της γης», απάντησε καθώς πετούσε
χώματα από δω κι από κει. Σε λίγο τη βρήκε την καρδιά της γης και την έδειξε
στους υπόλοιπους θεούς, και «καφέ» το έβγαλαν αυτό το πέμπτο χρώμα.
Άλλος θεός έφυγε προς τα πάνω. «Πάω να δω τι χρώμα
είναι ο κόσμος», είπε και βάλθηκε να σκαρφαλώνει και να σκαρφαλώνει μέχρι εκεί
ψηλά. Όταν έφτασε πολύ ψηλά, κοίταξε προς τα κάτω και είδε το χρώμα του κόσμου,
αλλά δεν ήξερε πώς να το μεταφέρει μέχρις εκεί που βρισκόντουσαν οι υπόλοιποι
θεοί, έτσι έμεινε να κοιτάζει κάμποση ώρα. Κατέβηκε όπως όπως τα εμπόδια και
έφτασε στον τόπο της συνέλευσης των θεών και τους είπε: «Στα μάτια μου φέρνω το
χρώμα του κόσμου», και «μπλε» το έβγαλαν το χρώμα το έκτο.
Άλλος θεός έψαχνε χρώματα, όταν άκουσε ένα μωρό να
γελάει, πλησίασε προσεχτικά, κι όταν δεν πρόσεχε το μωρό, ο θεός τού άρπαξε το
γέλιο και το άφησε να κλαίει. Γι’ αυτό λένε πως τα μωρά ξαφνικά γελάνε και
ξαφνικά κλαίνε. Ο θεός πήρε το γέλιο του μωρού και «κίτρινο» το έβγαλαν το
έβδομο χρώμα.
Τότε οι θεοί ήταν πια κουρασμένοι και πήγαν να
πιουν καλαμποκόζουμο και να κοιμηθούν, και τα άφησαν τα χρώματα σ’ ένα κουτάκι
πεταμένο κάτω από ένα φουντωτό δέντρο, τη σεϊμπά. Το κουτάκι δεν ήταν καλά
κλεισμένο και τα χρώματα βγήκαν κι άρχισαν να κάνουν χαρές, και αγαπήθηκαν και
βγήκαν περισσότερα χρώματα διαφορετικά και νέα, και η σεϊμπά τα είδε όλα αυτά
και τα σκέπασε, ώστε να μην τα σβήσει η βροχή, τα χρώματα, και όταν ήρθαν οι
θεοί δεν
ήταν πια εφτά τα χρώματα παρά αρκετά, και κοίταξαν
τη σεϊμπά και της είπαν: «Εσύ γέννησες τα χρώματα, εσύ θα φυλάς τον κόσμο, κι
από την κορυφή σου θα βάψουμε τον κόσμο».
Και ανέβηκαν στη φουντωτή σεϊμπά κι από εκεί
άρχισαν να πετάν τα χρώματα έτσι απλά, και το μπλε έμεινε ένα μέρος στο νερό κι
άλλο μέρος στον ουρανό, και το πράσινο τούς έπεσε στα δέντρα και στα φυτά, και
το καφέ, που ήταν πιο βαρύ, έπεσε στη γη, και το κίτρινο, που ήταν το γέλιο
ενός μωρού, πέταξε μέχρι που έβαψε τον ήλιο, και το κόκκινο έφτασε στο στόμα
των ανθρώπων και των
ζώων και το κατάπιαν και βάφτηκαν κόκκινοι από
μέσα, και το άσπρο και το μαύρο ήδη ανέκαθεν υπήρχαν στον κόσμο, κι ήταν μια
διασκέδαση το πώς πετούσαν τα χρώματα οι θεοί, ούτε που κοίταγαν πού πήγαινε το
χρώμα που πέταγαν, και μερικά χρώματα πιτσίλισαν τους ανθρώπους, γι’ αυτό
υπάρχουν άνθρωποι διαφορετικών χρωμάτων και διαφορετικών σκέψεων.
Κι έπειτα πια κουράστηκαν οι θεοί και πήγαν πάλι
για ύπνο. Όλο ύπνο ήθελαν αυτοί οι θεοί, που δεν ήταν οι πρώτοι, αυτοί που
γέννησαν τον κόσμο.
Κι έτσι, για να μην ξεχάσουν τα χρώματα και να μη
χαθούν, έψαξαν τρόπο να τα φυλάξουν. Και σκέφτονταν με την καρδιά τους τι να
κάνουν, όταν είδαν τον παπαγάλο, κι έτσι τον άρπαξαν κι άρχισαν να του βάζουν
από πάνω όλα τα χρώματα και του μάκρυναν τα φτερά για να χωράνε όλα.
Έτσι έγινε κι ο παπαγάλος πήρε χρώμα και πάνω στα
φτερά του το περιφέρει, μήπως οι άντρες κι οι γυναίκες ξεχάσουν πως πολλά είναι
τα χρώματα κι οι σκέψεις και πως ο κόσμος θα ‘ναι χαρούμενος αν όλα τα χρώματα
κι όλες οι σκέψεις έχουν τη θέση τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου