Η ΟΠΕΡΑ ΤΩΝ ΕΚΑΤΟΝ ΕΙΚΟΣΙ ΕΥΡΩ
Η Όπερα της Πεντάρας από τον Ρόμπερτ Γουίλσον
Το 1928 ήταν η χρονιά κατά την οποία η νεαρά Δημοκρατία της Βαϊμάρης βρισκόταν στο απόγειό της. Με ένα βιοτικό επίπεδο υψηλότερο από ποτέ και συνεχείς επενδύσεις στον υποδομή της χώρας, το μέλλον προδιαγραφόταν ευοίωνο. Το Βερολίνο ήταν εκ των πραγμάτων, η πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, με έναν απίστευτο αριθμό πρωτοποριακών ρευμάτων να δημιουργούνται στους καλλιτεχνικούς κύκλους του. Κινήματα τα οποία είχαν να κάνουν με τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο, την αρχιτεκτονική, τις τέχνες γενικότερα, ξεκινούν από εδώ για να κατακτήσουν την υπόλοιπη Ευρώπη.
Ένας μικρός ενδεικτικός κατάλογος εμπεριέχει κινήματα όπως κυβισμός, ντανταϊσμός, εξπρεσιονισμός, κονσκρουκτιβισμός, φουτουρισμός, μπαουχάουζ κλπ. Αυτήν ακριβώς τη χρονιά ο Μπ. Μπρεχτ ανεβάζει στο θέατρο Σιφμπάουερνταμ την Όπερα της Πεντάρας. Από την επόμενη χρονιά τα πράγματα αλλάζουν δραματικά. Το οικονομικό κραχ που ξεσπάει στην Αμερική χτυπάει με τα απόνερά του την Γερμανία. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά: Οικονομική κρίση, πληθωρισμός, ανεργία, πολιτικό χάος. Σε αυτό ακριβώς το περιβάλλον εμφανίζεται το ναζιστικό κόμμα και κατορθώνει τους 12 βουλευτές του το 1928 να τους κάνει 102 το 1930. Η αντίστροφη μέτρηση για το Γ΄ ράιχ, έχει ξεκινήσει.
Το Μπερλίνερ Ανσάμπλ, το θέατρο το οποίο ίδρυσε το Μπ. Μπρεχτ, θέλοντας να τιμήσει τα 80 χρόνια από το πρώτο ανέβασμα της Όπερας της Πεντάρας αλλά και τα 110 χρόνια από την γέννηση του ιδρυτή του, ανέθεσε στον παγκοσμίου φήμης Ρόμπερτ Γουίλσον να σκηνοθετήσει την εκδοχή του πάνω στο διάσημο αυτό έργο. Η ίδια η Όπερα της Πεντάρας αποτελεί από μόνη της ένα παράδοξο. Είναι το πιο αναγνωρίσιμο έργο του Μπρεχτ, με πλήρη αποδοχή ακόμα και στους κόλπους των μεγαλοαστών. Στις αναρίθμητες παραστάσεις/εκδοχές έχουν συνεισφέρει με την ερμηνεία τους χιλιάδες ηθοποιοί από την Λόττε Λένυε μέχρι την Μελίνα Μερκούρη και από τον Ρούντολφ Φόρστερ μέχρι τον Νίκο Κούρκουλο και τον Λάκη Λαζόπουλο. Παρ’ όλο που ο Μπρεχτ σε συνεργασία με τον Κουρτ Βάιλ είχαν αποφασίσει να γράψουν ένα καθαρά αντικαπιταλιστικό έργο, στο οποίο ταύτιζαν την μεγαλοαστική τάξη με τον υπόκοσμο εξαιτίας των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ τους, η εμπορική επιτυχία και εκμετάλευση είναι τεράστια. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην προσπάθεια της κινηματογραφικής μεταφοράς της όπερας το 1931 από τον Πάμπστ, ο Μπρεχτ μπλέχτηκε σε ένα δικαστικό αγώνα με την εταιρεία παραγωγής γιατί προσπάθησε να αλλάξει το λιμπρέτο του έργου σε μια ακόμη πιο έντονη αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Ήθελε π.χ. στον γάμο του Μακήθ να παραβρίσκεται ως επίσημη καλεσμένη όλη η μεγαλοαστική τάξη της εποχής, τραπεζίτες, πολιτικοί, κληρικοί κλπ., πράγμα το οποίο η εταιρεία δεν ήταν διατεθειμένη να αποδεχτεί.
Παρ’ όλες όμως τις προθέσεις του δημιουργού της, εξαιτίας ίσως της επιτυχίας των μουσικών θεμάτων, γρήγορα αγκαλιάστηκε από την αγάπη του κόσμου με αποτέλεσμα το νόημα που ήθελε να μεταδώσει ο συγγραφέας, να χαθεί μέσα στην μαζική αποδοχή του έργου.
Ο αμφιλεγόμενος Ρόμπερτ Γουίλσον δεν είναι ο οποιοσδήποτε. Πολυτάλαντος με παγκόσμια αποδοχή, με τεράστιες επιτυχίες στο ενεργητικό του, θεωρείται το απόλυτο επιτυχημένο παράδειγμα του θεατρικού επιχειρηματία. Οι παραστάσεις τις οποίες έχει ανεβάσει θεωρούνται υποδείγματα φορμαλισμού ενώ οι εμμονές του, γύρω από τον φωτισμό π.χ., είναι αυτές που μπορούν να αναδείξουν μία θεατρική παράσταση σε σημαντικό έργο (εικαστικής τέχνης), όσο και να το ματαιώσουν λόγω του υψηλού οικονομικού κόστους. Τεξανός στην καταγωγή, κουβαλάει στην άποψή του μία καθοριστική εκ του φαίνεσθαι προσέγγιση του θεάτρου. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μέγιστος θηρευτής του βλέμματος. Όχι αλώβητος από την αμερικάνικη προσέγγιση στα του θεάματος κατορθώνει να αιχμαλωτίζει το βλέμμα, προσφέροντας στον θεατή πρωτόγνωρες προτάσεις. Αυτή ακριβώς τη λογική υπηρετούσε και η παράσταση που είχαμε δει το 2007 σε σκηνοθεσία του, του Κουαρτέτου του Χάινερ Μύλλερ.
Αυτό καθαυτό όμως το ζήτημα της παρουσίασης της συγκεκριμένης παράστασης στην Αθήνα σηματοδοτεί και κάτι άλλο. Την ωρίμανση της χώρας μας ως θεατρικού τόπου, όπου παρουσιάζονται πλέον σύγχρονες, ακριβοθώρητες και πρωτοποριακές παραστάσεις, δυνατότητα την οποία δεν έχουν άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Καταξιώνεται δηλαδή η Αθήνα ως σημείο αναφοράς στο σύγχρονο θεατρικό ευρωπαϊκό χάρτη.
Όχι όμως χωρίς ενστάσεις. Όσοι επέλεξαν να παρακολουθήσουν τη συγκεκριμένη παράσταση βρέθηκαν μπροστά στη δυσάρεστη έκπληξη των τιμών των εισιτηρίων τα οποία έφθαναν μέχρι και 120 ευρώ. Δηλαδή κόστος για μία τετραμελή οικογένεια γύρω στα 500 ευρώ!!! Το πρόβλημα είναι ότι η ίδια παράσταση σε άλλες χώρες της Ευρώπης είχε πολύ πιο χαμηλές τιμές. Στο θέατρο του Σιφμπαουερνταμ οι τιμές ξεκινούσαν από 7 ευρώ (φοιτητικό) και έφθαναν τα 36, στο Άμστερνταμ από 20 έως 65 και στην Ιταλία από 25 έως 50. Φαίνεται ότι την προσπάθειά μας να ξεφύγουμε από το ρόλο του θεατρικού ιθαγενούς, θα την πληρώσουμε στην κυριολεξία πανάκριβα. Ενθαρρυντικό ήταν το ότι αρκετοί αρνήθηκαν να καταβάλουν το ακριβό αντίτιμο και δημιούργησαν κύμα διαμαρτυρίας με επιστολές στις εφημερίδες, στο διαδίκτυο και αλλού.
Σε αυτή καθαυτή την παράσταση είναι αλήθεια ότι ο Γουίλσον κατάφερε να δώσει μια θεαματική πρόταση. Χρησιμοποιώντας την οπτική που αναφέραμε πιο πάνω (φόρμα, φωτισμός, εντυπωσιασμός του βλέμματος) κατόρθωσε με μεγαλοφυή τρόπο να παρουσιάσει την Όπερα της Πεντάρας ως ένα tableau vivant, ως ένα ζωντανό εξπρεσιονιστικό πίνακα. Στην εικαστική του προσέγγιση, οι ερμηνευτές του έργου είναι σαν να ξεπηδάνε από πίνακες του Όττο Ντιξ ή του Τζωρτζ Γκρος, μεταφέροντας με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο το καλλιτεχνικό περιβάλλον του 1928. Το όλο εγχείρημα χαρακτηρίζεται από μια διάχυτη ειρωνεία η οποία το διαπερνά από άκρου εις άκρον. Μια ειρωνεία την οποία εκπέμπουν οι ήρωες αναμεταξύ τους αλλά εντέλει και ο Γουίλσον προς την κοινωνία. Γι’ αυτό άλλωστε δεν διστάζει να βάλει τους πρωταγωνιστές του να κινούνται ακόμη και στα βήματα του Τσάρλι Τσάπλιν. Το τελικό συμπέρασμα από αυτή την παράσταση, μια παράσταση την οποία δύσκολα ξεχνά κανείς, είναι ότι ο Γουίλσον κατορθώνει με όσα εφόδια και παρακαταθήκες κουβαλά, να δώσει μια παράσταση κατά την οποία ο φορμαλισμός απογειώνεται και αποθεώνεται.
Τεράστια βοήθεια στην επιτυχία αυτού του εγχειρήματος είναι η βοήθεια την οποία έλαβε από τους ηθοποιούς του, οι οποίοι απέδωσαν το ρόλο τους με μια ποιότητα που δύσκολα συναντάς. Ανάμεσα στις πολύ καλές ερμηνείες τους, θα ξεχωρίζαμε τον Stefan Kurt στο ρόλο του Μακήθ και την Christina Drechsler στο ρόλο της Πόλλυ χωρίς βέβαια οι ερμηνείες των υπολοίπων να υστερούν.
Παραμένει όμως η ένσταση που είχαμε και πριν την παρακολούθηση της παράστασης. Είναι απορίας άξιο πως το θέατρο που ίδρυσε ο Μπ. Μπρεχτ ανεβάζει, κόντρα στις επιλογές του ιδρυτού του, μια τόσο ακριβή παράσταση, με μια τόσο διαφορετική οπτική. Το ανέβασμα μιας παράστασης, για την αστική τάξη ουσιαστικά, έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες του μεγάλου δραματουργού: «Ο ληστής Μακήθ πρέπει να παρουσιαστεί από τον ηθοποιό σαν αστικό πρόσωπο. Η συμπάθεια της αστικής τάξης για τους ληστές εξηγείται από την πλάνη ότι ένας ληστής δεν είναι αστός. Αυτή η πλάνη έχει για μητέρα της μίαν άλλη πλάνη, ότι ένας αστός δεν είναι ληστής».
Μπ. Μπρεχτ/ «Ο Μπρεχτ ερμηνεύει Μπρεχτ» / εκδόσεις Νέα Σύνορα.
Είναι αυτό το απόφθεγμα το οποίο μας οδηγεί στην εικασία ότι αν ανέβαζε αυτό το έργο στις μέρες μας ο Μπρεχτ ενδεχομένως να έδινε το ρόλο του Μακήθ στον Γουίλσον.
Υ.Γ. 1.
Στα απολύτως αρνητικά αυτής της τόσο ακριβής παράστασης, ήταν η ανυπαρξία ελληνόγλωσσου προγράμματος. Φαίνεται ότι η παραγωγή θεωρούσε αυτονόητο ότι τη συγκεκριμένη παράσταση όχι μόνο θα παρακολουθήσουν επιφανή μέλη της αστικής τάξης αλλά επίσης ότι τα μέλη αυτά αυτονοήτως είναι και γερμανόφωνοι.
Υ.Γ. 2.
Η ίδια ακριβώς παράσταση ανέβηκε στο Βερολίνο ξανά την πρώτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου. Ενδεχομένως να κόστιζε λιγότερο η παρακολούθησή της εκεί (μαζί με τα έξοδα μετάβασης) απ’ ότι στο Παλλάς.
Υ.Γ. 3.
Η παράσταση τέλος ανέβηκε στις 14,15,16 και 17 Ιανουαρίου. Υπενθυμίζουμε μόνο, για ιστορικούς λόγους, ότι στις 15 Ιανουαρίου συμπληρώθηκαν 91 χρόνια από τη δολοφονία της Ρόζας Λούξενμπουργκ κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των Σπαρτακιστών.
Πληροφορίες:
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ / ΚΟΥΡΤ ΒΑΪΛ
Η ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΑΠΟ ΤΟ
ROBERT WILSON BERLINER ENSEMBLE
ΔΙΑΝΟΜΗ
ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΠΙΤΣΑΜ Jurgen Holtz
ΣΙΛΙΑ ΠΙΤΣΑΜ Traute Hoess
ΠΟΛΛΥ ΠΙΤΣΑΜ Christina Drechsler
ΜΑΚΗΘ Stefan Kurt
ΜΠΡΑΟΥΝ Axel Werner
ΛΟΥΣΥ Anna Graenzer
ΤΖΕΝΝΥ Angela Winkler
ΦΙΛΤΣ Γεώργιος Τζιβάνογλου
και εδώ το κυρίως κείμενο της ανάρτησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου