ΜΕΦΙΣΤΟ της ΑΡΙΑΝ ΜΝΟΥΣΚΙΝ πάνω στο μυθιστόρημα του
Κλάους Μαν.
Στις 30 Ιανουαρίου του 1933 ο
Χίντεμπουργκ, παραδίδει την Καγκελαρία στον Χίτλερ, νικητή των εκλογών που
έγιναν νωρίτερα μέσα στον ίδιο μήνα. Η εκλογική νίκη του εθνικοσοσιαλιστικού
κόμματος δεν ήταν σαρωτική, μάλιστα στις εκλογές που είχαν γίνει λίγο νωρίτερα,
την 6η Νοεμβρίου του 1932, οι εθνικοσοσιαλιστές είχαν χάσει πάνω από
δύο εκατομμύρια ψήφους. Η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Χίτλερ, σηματοδοτεί
ουσιαστικά το τέλος της δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919-1933). Στο σύντομο βίο
της η Βαϊμάρη ευτύχησε να δει την άνθηση καλλιτεχνικών, επιστημονικών αλλά και
φιλοσοφικών ρευμάτων. Η λογοτεχνία, η ποίηση, η γενετική, η αρχιτεκτονική, ο
σχεδιασμός, η ζωγραφική, η μουσική, ο κινηματογράφος αλλά και το θέατρο ανάμεσα
σε άλλα γνώρισαν ιδιαίτερη ανάπτυξη κατά τη συγκεκριμένη περίοδο και από τις
τάξεις τους αναδείχθηκαν δημιουργοί τα έργα των οποίων θεωρούνται σημαντικά
μέχρι τις μέρες μας. Όμως η παγκόσμια οικονομική κρίση το 1929 από τη μια αλλά και οι όροι υποτέλειας της
Συνθήκης των Βερσαλλιών από την άλλη οδήγησαν ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής
κοινωνίας με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, στα χέρια των εθνικοσοσιαλιστών.
Αξίζει να παρακολουθήσουμε τη
διαδρομή των θεατρικών σκηνών κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Μετά το τέλος του Α΄
Παγκοσμίου πολέμου και την κατάργηση της μοναρχίας, τα μέχρι τότε αυλικά θέατρα
μετεξελίχθησαν σε κρατικούς θεσμούς, η χρηματοδότηση των οποίων εξαρτιόταν τόσο
από την κρατική επιχορήγηση όσο και από τις εισπράξεις. Μάλιστα τα περιφερειακά
θέατρα της Γερμανίας, δεν ήταν καθόλου υποδεέστερα των αντίστοιχων
βερολινέζικων. Απεναντίας. Καθώς η πολιτιστική ζωή, μέσα σε αυτήν και η
θεατρική, ήταν αποκεντρωμένη, τα περισσότερα αυτών επισκίαζαν τις θεατρικές σκηνές των μεγάλων γερμανικών
πόλεων, συμπεριλαμβανομένης και της πρωτεύουσας. Το δύσκολο οικονομικό
περιβάλλον όμως οδήγησε στη σημαντική μείωση των κρατικών επιχορηγήσεων. Εάν σε
αυτό συμπεριλάβουμε και την άνοδο του κινηματογράφου, μπορούμε εύκολα να
κατανοήσουμε γιατί μέχρι το τέλος της νεαρής δημοκρατίας πολλά θέατρα είτε
έκλεισαν είτε ψυχορραγούσαν. Αρκετοί από τους άνεργους ηθοποιούς είδαν την
άνοδο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος ως ελπίδα αποκατάστασης της γερμανικής
πολιτιστικής κληρονομιάς κι έτσι εξηγείται το πώς η άνοδος του Χίτλερ στην
εξουσία οδήγησε πλείστους όσους θιάσους στο κλείσιμο, μέρος των συντελεστών να
περάσουν στους εθνικοσοσιαλιστές αλλά
και τον πλήρη έλεγχο της καλλιτεχνικής δημιουργίας από τους υπεύθυνους του
ναζιστικού κόμματος με ελάχιστη αντίδραση ανθρώπων με πολιτιστικό βάθος και
καλλιέργεια, γεγονός το οποίο αξίζει να διερευνηθεί.
Η ίδια η στάση του
εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος απέναντι τόσο στο θέατρο όσο και στο καμπαρέ, το
άλλο σημαντικό κομμάτι το οποίο γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση τα τελευταία χρόνια
της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, είναι χαρακτηριστική. Από το 1927 και ύστερα αργά
αλλά ολοένα και πιο έντονα, ορδές ναζιστών εισέβαλλαν σε παραστάσεις καμπαρέ,
τις διέλυαν, συχνά μάλιστα ξυλοκοπούσαν και τους συντελεστές. Είναι αυτονόητο.
Το πολιτικό αυτό είδος θεάματος το οποίο λειτουργούσε τόσο ψυχαγωγικά όσο και
εκπαιδευτικά για το λαό, δεν μπορούσε παρά να στοχοποιηθεί με την πραγματική,
είναι αλήθεια, κατηγορία ότι αποτελούσε άντρο κομμουνιστών. Μετά το 1933 κάθε
θεατρική δημιουργία θα περνούσε από τον έλεγχο των λογοκριτών του καθεστώτος.
Ο Μεφίστο γράφτηκε το 1936 από
τον Κλάους Μαν και παρέμεινε απαγορευμένο στη Γερμανία μέχρι το 1968 (!) οπότε
και το συνταγματικό δικαστήριο απαγόρευσε για
μία ακόμη φορά την έκδοσή του κατόπιν ενεργειών του θετού γιού του
Γκρύντγκενς, κεντρικού ήρωα του έργου μιας και στο κείμενο περιγράφεται (σωστά
ή λάθος είναι ένα άλλο θέμα) ο συγκεκριμένος επιφανής θεάτρου ο οποίος από
φιλελεύθερος και συμπαθών του κομμουνιστικού κόμματος, δεν διστάζει μπροστά
στην ανάγκη για εξουσία να αναλάβει ενεργό ρόλο στα πολιτιστικά πράγματα των
ναζιστών φτάνοντας μέχρι την απονομή του τίτλου του Κρατικού Ηθοποιού το 1937
αλλά και του κατεξοχήν υπεύθυνου για το θέατρο στην πρωσική κυβέρνηση κατόπιν
προτάσεως του ίδιου του Γκέρινγκ. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Κλάους Μαν του
αποδίδει την ονομασία Μεφίστο θέλοντας να περάσει το συμβολισμό ότι ήταν ο
άνθρωπος ο οποίος συμφώνησε να πουλήσει την ψυχή του στο Διάολο/Χίτλερ και να
πάρει σημαντικά προσωπικά ανταλλάγματα.
Το 1978, δέκα χρόνια μετά την
τελευταία απαγόρευση, η παγκοσμίου εμβέλειας σκηνοθέτις Αριάν Μνουσκίν
εργάστηκε πάνω στο αρχικό κείμενο, το τροποποίησε και κατέληξε στη δικιά της
θεατρική πρόταση. Αν μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τη συγκεκριμένη σκηνοθέτιδα
θα λέγαμε ότι είναι η σκηνοθέτις των μεγάλων αφηγήσεων. Τα έργα της είναι
συνήθως μεγάλης διάρκειας, το δε σώμα αυτών δεν στηρίζεται τόσο στην ανάδειξη
των συγκεκριμένων χαρακτήρων και των συγκρούσεων οι οποίες τους διέπουν, όσο
στη διαδικασία, το πλαίσιο, το χώρο, τις συνθήκες και τις κοινωνικές δυνάμεις
οι οποίες λειτουργούν καθοριστικά κατά την ιδία και περιβάλλουν αυτό καθαυτό το
θεατρικό της έργο. Χαρακτηριστική ήταν η παράσταση που είχε ανεβάσει με το
Θέατρο του Ήλιου, Οι Ναυαγοί της Τρελής Ελπίδας (Αυγές), πριν 3 χρόνια στη χώρα
μας.
Ο σκηνοθέτης της παράστασης
προέβη σε μια επιπλέον δραματουργική επεξεργασία (σε συνεννόηση πάντα με την
Αριάν Μνουσκίν) και κατέληξε στη δική του τρίωρη εκδοχή του έργου. Προσπάθησε να εξυπηρετήσει τη σκηνοθετική του
πρόταση με βάση τον αφηγηματικό πυρήνα του πνεύματος της Μνουσκίν. Όμως είναι
άλλο πράγμα να προτείνεις μία παράσταση η οποία χαρακτηρίζεται από την Αφήγηση
και τελείως διαφορετικό μία παράσταση στην οποία παίζουν ρόλο η περιγραφή και η
παράθεση. Όσο καλά και να το κάνεις στη δεύτερη περίπτωση είναι η δυναμική που
κουβαλάει η Αφήγηση ως τέτοια (με τον παιδευτικό όσο και ιστορικό της ρόλο, με
την ανάδειξη ιδιαίτερων όσο και ιδιοσυγκρασιακών καταστάσεων, η σύνδεση του Λόγου
ως παρελθόν και μέλλον ταυτόχρονα) που την κάνει μοναδική. Και σε αυτό το
επίπεδο ο πολύ καλός σκηνοθέτης δεν το καταφέρνει, τουλάχιστον όσο η σύνδεση με
το έργο της Μνουσκίν θα επέβαλλε. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διάθεσή του έχει
αρκετά καλούς ερμηνευτές. Παρά αυτό το γεγονός όμως δεν καταφέρνει στις
περισσότερες των περιπτώσεων να τους οδηγήσει στην πλήρη και ιδιαίτερη
ερμηνευτική ταύτισή τους με το ρόλο που υποδύονται όσο και με τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά τα οποία κουβαλούν. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο ρόλος του
Χέφγκεν (Γκρύντγκενς) δεν πλησιάζει την απαραίτητη εσωτερικότητα που κουβαλά ο
πρωταγωνιστής του δράματος και η οποία έχει να κάνει όχι μόνο με την μετάπτωσή
του, όσο κυρίως με την αποδοχή της ασημαντότητάς του. «Στο κάτω-κάτω δεν είμαι
παρά ένας ηθοποιός» λέει στο κλείσιμο του έργου. Αξίζει να αναφερθεί η ερμηνεία
του Χάρη Φραγκούλη ως Κλάους Μπρύκνερ (Κλάους Μαν) και ο οποίος αναδεικνύεται
στον κυρίαρχο της παράστασης. Αρκετά καλοί και οι Μηνάς Χατζησάββας, Νίκος
Ψαρράς, ανάμεσα σε αυτούς που υπηρέτησαν αρκετά καλά το ρόλο τους.
Το συγκεκριμένο έργο έχει να
κάνει τόσο με το ρόλο του ατόμου απέναντι στην εξουσία όσο και με την ευθύνη
την οποία καλούνται να πάρουν άνθρωποι του πνεύματος σε καιρούς αποδημητικούς
όπως είναι και η περίοδος την οποία περνά εσχάτως η χώρα μας και η οποία
χαρακτηρίζεται από την έλλειψη αντιστασιακής στάσης από τη μεριά του
πνευματικού κόσμου με τις ελάχιστες εξαιρέσεις να μη δίνουν το μέτρο. Λογικό μιας
και τα τελευταία τριάντα χρόνια η συντριπτική πλειοψηφία των διανοουμένων σε
κάθε επίπεδο, είχε ταυτιστεί με την εξουσία. Και αυτή η επισήμανση,
χαρακτηριστική όσο και τραγική δεν σε συνοδεύει όταν αφήνεις τη σκηνή του
Εθνικού Θεάτρου.
Μεφίστο
Συγγραφέας
Αριάν Μνουσκίν πάνω στο
μυθιστόρημα του Κλάους Μαν
Σκηνοθέτης
Νίκος Μαστοράκης
Ηθοποιοί
Μαρίνα Ασλάνογλου, Βίκυ Βολιώτη,
Μαρία Ζορμπά, Δανάη Κατσαμένη, Θύμιος Κούκιος, Δημήτρης Μαύρος, Υβόνη Μαλτέζου,
Στέφανος Μουαγκιέ, Άλκης Παναγιωτίδης, Εκτορας Λιάτσος, Τάσος Πυργιέρης,
Γιούλικα Σκαφιδά, Γιάννης Στόλλας, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Χάρης Τζωρτζάκης, Θάνος
Τοκάκης, Ένκε Φεζολάρι, Χάρης Φραγκούλης, Μηνάς Χατζησάββας,Νίκος Ψαρράς.
Συντελεστές
Μετάφραση: Λουίζα Μητσάκου.
Δραματουργική επεξεργασία (σε συνεννόηση με την Αριάν Μνουσκίν): Νίκος
Μαστοράκης. Σκηνικά-Κοστούμια: Νίκος Μαστοράκης. Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος.
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης. Κίνηση: Αμάλια Μπένετ. Μουσική διδασκαλία: Μελίνα
Παιονίδου. Βοηθός σκηνογράφου: Αμαλία Θεοδωροπούλου. Βοηθός σκηνοθέτη: Τόμμυ
Σκλάβος
Μέχρι τέλος Δεκεμβρίου
Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή,
Σάββατο 20.30. Κυριακή 19.30
Διάρκεια 180'
Εισιτήρια
20 ευρώ, 15 ευρώ,10
ευρώ(φοιτητικό). κάθε Πέμπτη ενιαία τιμή 13 ευρώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου